19 Ιανουαρίου 2011

Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το αντιρατσιστικό κίνημα στην Ελλάδα

Απολογισμός της Αντιρατσιστικής – Αντιφασιστικής πορείας της 15 Γενάρη



Η διαδήλωση της 15 Γενάρη ήταν η πρώτη σοβαρή αντιρατσιστική κινητοποίηση που έγινε ύστερα από πολλούς μήνες. Αυτό δεν σημαίνει ότι το προηγούμενο διάστημα δεν υπήρξαν σοβαροί λόγοι για να δραστηριοποιηθεί το αντιρατσιστικό κίνημα. Από την άνοιξη του 2009 και μετά είχαμε μια πρωτοφανή έξαρση ρατσιστικής βίας, φαινόμενα «λαϊκής» υποστήριξης των φασιστικών ενεργειών και εκλογικής ενίσχυσης του φασισμού στο κέντρο της Αθήνας. Είχαμε την κυριαρχία των φασιστών (με την βοήθεια της αστυνομίας) σε μία ολόκληρη περιοχή της Αθήνας, τον Άγιο Παντελεήμονα. Είχαμε τη συνεργασία των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ με την ακροδεξιά και την ανάδειξη σε κυβερνητική πρακτική, των πιο σκληρών ρατσιστικών σημείων της ακροδεξιάς ατζέντας. Είχαμε τη συζήτηση για το νόμο για την ιθαγένεια, όπου κυριάρχησαν από τη μία αυτοί οι οποίοι υποστήριξαν το νόμο, ως μία μεγάλη κίνηση υπέρ των μεταναστών και αυτοί οι οποίοι απέρριπταν το νόμο, με τα πιο βρωμερά επιχειρήματα, περί της καθαρότητας της φυλής και του αίματος.

Όμως δεν ήταν μόνο η ανάπτυξη του ρατσισμού που επέβαλε στο ρατσιστικό κίνημα την απαίτηση για κινηματική δράση. Τα τελευταία χρόνια οι ίδιοι οι μετανάστες άρχισαν να κινητοποιούνται, να αναπτύσσουν συλλογικές δράσεις και να δίνουν σοβαρούς ταξικούς αγώνες: Μανωλάδα, Νέα Μηχανιόνα, Σκάλα Λακωνίας, Γιάννενα… Άρχισαν να αντιδρούν μόνοι τους στην αδικία με δυναμικούς αγώνες, όπως ήταν η εξέγερση για το Κοράνι. Η συμπαράσταση του αντιρατσιστικού κινήματος στους αγώνες των ίδιων των μεταναστών, ήταν από ανεπαρκής έως ανύπαρκτη κάποιες φορές. Όλη αυτή την περίοδο έγιναν πολύ λίγες προσπάθειες απ’ τις αντιρατσιστικές οργανώσεις για να αναπτυχθεί ένα μαζικό κίνημα υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μεταναστών και αλληλεγγύης στους αγώνες τους.

Η διαδήλωση της 15 Γενάρη ήταν σημαντική για όλους αυτούς τους λόγους. Η αποτίμηση που θα κάνουμε θα πρέπει να είναι θετική. Μάζεψε περισσότερο από 2000 κόσμο, ένα μέγεθος που θα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό για αντιρατσιστική διαδήλωση, αλλά και για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε. Ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της διαδήλωση αποτελούνταν από μετανάστες: Σενεγαλέζοι, Αφγανοί, Πακιστανοί, Παλαιστίνιοι, Κούρδοι, Αλβανοί…

Το πιο σημαντικό για την διαδήλωση της 15 Γενάρη, είναι ότι επιχείρησε να αναδείξει σε κεντρικό πολιτικό γεγονός το θέμα του Αγίου Παντελεήμονα, της φασιστικής δράσης και των δικαιωμάτων των μεταναστών, σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο για τους μετανάστες (το τείχος στον Έβρο, το νέο νομοσχέδιο για την μετανάστευση, τα στρατόπεδα προσφύγων – μεταναστών, οι απεργίες πείνας των μεταναστών). Η δουλειά που προηγήθηκε της διαδήλωσης, άνοιξε αυτά τα ζητήματα μέσα σε γειτονιές, εργασιακούς χώρους και σε σχολές, έστω και αν αυτή η συζήτηση έμεινε σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ του κόσμου του κινήματος.

Ήταν επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι έγινε μια διαδήλωση, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στην κλασσική διαδρομή των περισσότερων διαδηλώσεων (μεταξύ Ομόνοιας και Συντάγματος), αλλά πήγε σε αυτές τις περιοχές και σε αυτούς τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα: στις περιοχές των μεταναστών, οι οποίοι ζουν καθημερινά με τον φόβο της επιδρομής της αστυνομίας και της δολοφονικής δράσης των φασιστών. Οι εικόνες των μεταναστριών και των μεταναστών, που έβγαιναν στα μπαλκόνια τους και στα πεζοδρόμια και χειροκροτούσαν είναι κάτι που πρέπει να το πάρουμε πολύ σοβαρά υπ’ όψη μας, εάν θέλουμε να κάνουμε μια ειλικρινή αποτίμηση της διαδήλωσης. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους το μήνυμα της αλληλεγγύης είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να μπορέσουν να αρχίσουν οι ίδιοι να οργανώνουν τις αντιστάσεις τους απέναντι στο ρατσισμό, να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Η διαδήλωση ήταν ένα πολύ σοβαρό πρώτο βήμα, για να σπάσει η φασιστική τρομοκρατία που έχει αναπτυχθεί στην περιοχή με τη συνδρομή της αστυνομίας.

Βέβαια δεν πέτυχε τον στόχο που είχε διακηρύξει, δηλαδή μια συναυλία επάνω στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Την πλατεία είχαν καταλάβει από το πρωί οι ακροδεξιοί της περιοχής, υπό την προστασία της αστυνομίας και εμπόδισαν τα συνεργία του δήμου να στήσουν τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις. Όταν η πορεία έφτασε πολύ κοντά στην πλατεία, κλούβες των ΜΑΤ και ΜΑΤατζίδες δεν άφησαν τον κόσμο να προχωρήσει.

Και αφού η διαδήλωση γύρισε προς την Ομόνοια, τα ΜΑΤ επιτέθηκαν στους ακροδεξιούς που είχαν απομείνει πάνω στην πλατεία και τους διέλυσαν βίαια κάνοντας και χρήση χημικών.

Οπωσδήποτε το γεγονός ότι τελικά δεν έγινε η συναυλία ήταν μία αποτυχία. Εντούτοις δεν νομίζω ότι βαραίνει ιδιαίτερα στον τελικό απολογισμό που θα πρέπει να κάνουμε. Χωρίς να έχει σημασία αυτή τη στιγμή να συζητήσουμε για το εάν έπρεπε να είχε μπει ο στόχος της συναυλίας, εκ των υστέρων καταλαβαίνουμε ότι ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε να έχει πετύχει. Η αστυνομία ήταν αποφασισμένη να να μην αφήσει τους 2.000 αντιρατσιστές και μετανάστες να έρθουν σε σύγκρουση με τους 200 – 300 ακροδεξιούς (δηλαδή η αστυνομία αποφάσισε να προστατεύσει τους φασίστες και ταυτόχρονα να μην αφήσει να γίνει η συναυλία). Η διαδήλωση λοιπόν σ’ αυτή την περίπτωση δεν είχε να αντιμετωπίσει τους ακροδεξιούς, αλλά την αστυνομία.

Από αυτή την άποψη, το γεγονός ότι τελικά δεν έγινε η συναυλία δεν πιστεύω ότι αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα για το οποίο θα πρέπει να καταλήξουμε σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Η διαδήλωση ήταν μια σοβαρή πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση που εφαρμόζει στην περιοχή μια πολιτική στενής συνεργασίας φασιστών και αστυνομίας, εναντίον των μεταναστών. Και ως τέτοια την εξέλαβε και η ίδια η κυβέρνηση. Γι’ αυτό και στο τέλος διέλυσε τους ακροδεξιούς από την πλατεία. Με τη διαδήλωση της 15 Γενάρη παρουσιάστηκε ένα πρώτο ρήγμα στη στενή συνεργασία αστυνομίας φασιστών στην περιοχή και αυτό είναι πού σημαντικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αστυνομία έγινε λιγότερο ρατσιστική και λιγότερο ακροδεξιά. Δεν σημαίνει επίσης ότι η κυβέρνηση δεν θα συνεχίσει να επιδιώκει την στήριξη της ακροδεξιάς εναντίον “ντόπιων” και μεταναστών εργατών (αν και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι το έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση). Όμως είναι πολύ σημαντικό να καταφέρουμε να ανατρέψουμε αυτό το πολιτικό σχέδιο που εξακολουθεί να υλοποιείται στον Άγιο Παντελεήμονα, δηλαδή την απροκάλυπτη υποστήριξη της αστυνομίας στη δολοφονική δράση ακροδεξιών, εναντίον μεταναστών αλλά και εναντίον κάθε κινηματικής δράσης.

Γιατί ο Άγιος Παντελεήμονας είναι από αυτή την άποψη μία ιδιαίτερη και άκρως επικίνδυνη περίπτωση και δεν μπορούμε να την αντιμετωπίζουμε με ιδεολογικές αφαιρέσεις… Σε ολόκληρη την επικράτεια του ελληνικού κράτους εφαρμόζεται μια ακραία ρατσιστική – αντιμεταναστευτική πολιτική, σε πολλές περιοχές μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη ένταση. Σε ολόκληρη τη χώρα η αστυνομία και οι διάφοροι κατασταλτικοί μηχανισμοί που δημιουργήθηκαν ειδικά για να αντιμετωπίζουν τους μετανάστες, έχουν την άμεση ή έμμεση ευθύνη για τους θανάτους – δολοφονίες χιλιάδων μεταναστών στα σύνορα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τις φυλακές. Όμως πουθενά αλλού δεν επιχειρήθηκε ή δεν μπόρεσε να επιβληθεί μία κατάσταση τρομοκρατίας των μεταναστών και των ελλήνων αντιρατσιστών, μέσα από την συνεργασία αστυνομίας και ακροδεξιάς και με κινητοποίηση ενός τμήματος της τοπικής κοινωνίας. Πουθενά αλλού δεν πραγματοποιούνται δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες, σχεδόν καθημερινά, με την πλήρη υποστήριξη της αστυνομίας. Πουθενά αλλού, ούτε στις πιο καθυστερημένες περιοχές της ελληνικής επαρχίας δεν έχει επιβληθεί αυτή η κατάσταση, όλα όμως αυτά συμβαίνουν καθημερινά στον Άγιο Παντελεήμονα, δηλαδή στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπου ζουν φτωχοί και προοδευτικοί έλληνες και δεκάδες χιλιάδες μετανάστες. Αν δεν ανατρέψουμε αυτή την κατάσταση, εάν δεν αναγκάσουμε τους φασίστες να φύγουν από την περιοχή, εάν δεν το κάνουμε αυτό, όχι σήμερα αλλά χτες, τότε επιτροπές ρατσιστών κατοίκων θα ξεφυτρώνουν σε όλες τις πλατείες και σε όλες τις γειτονιές της Αθήνας, ώστε υπό την καθοδήγηση των φασιστών και της ακροδεξιάς, με την υποστήριξη της κυβέρνησης και των ΜΜΕ και τη συνεργασία της αστυνομίας να αναλάβουν την τρομοκράτηση των μεταναστών, της νεολαίας, των εργαζόμενων και της αριστεράς σε ολόκληρη τη χώρα.

Η διαδήλωση της 15 Γενάρη ήταν μόνο ένα μικρό, πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ήταν ένα βήμα που έπρεπε να γίνει.

Βέβαια σε αρκετές διαδικτυακές συζητήσεις διατυπώνεται η αντίρρηση, ότι εάν ο κόσμος βλέπει τους φασίστες να τρώνε ξύλο από τα ΜΑΤ, τότε θα αισθανθεί συμπάθεια για τους φασίστες. Πρόκειται για μια λογική κοινωνικού αυτοματισμού, που αντιλαμβάνεται τους εργαζόμενους που πήραν μέρος στο μεγαλύτερο απεργιακό κίνημα της Ελλάδας και τη νεολαία που έχει κάνει τα τελευταία χρόνια μια εξέγερση και έχει δώσει πολύ σημαντικούς αγώνες, ως, λίγο ή πολύ, πελάτες της είδησης των ΜΜΕ, παθητικούς αποδέκτες χωρίς ικανότητα στοιχειώδους έστω κριτικής σκέψης. Όμως οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν διαμορφώσει ένα στοιχειώδες έστω ταξικό κριτήριο, μπορούν να αντιληφθούν ότι είναι κάτι διαφορετικό, όταν τα ΜΑΤ δέρνουν αριστερούς ή αναρχικούς, εργάτες ή φοιτητές και διαφορετικό όταν δέρνουν φασίστες (ή έστω προσποιούνται μπροστά σε κάμερες ότι δέρνουν φασίστες) επειδή μια διαδήλωση αποτελούμενη κυρίως από ακροαριστερούς, αναρχικούς, μετανάστες και συνδικαλιστές, εξανάγκασε την κυβέρνηση να μην μπορεί να στηρίξει ανοιχτά τους φασίστες. Αυτή η διάσπαση του εχθρικού στρατοπέδου (κυβέρνηση και αστυνομία – ακροδεξιοί, φασίστες κτλ – μικροαστοί ρατσιστές κάτοικοι), να μην μπορούν δηλαδή οι μεν να στηρίζουν τους δε, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορέσουμε να σπάσουμε το κλίμα ρατσιστικού τρόμου στον Άγιο Παντελεήμονα.


Το Ποτέ Ξανά
Στην πραγματικότητα τα προβλήματα της διαδήλωσης ήταν άλλα και εκδηλώθηκαν αλλού.

Επρόκειτο για μια διαδήλωση η οποία διοργανώθηκε και στηρίχθηκε μόνο από την ΚΕΕΡΦΑ, (Κίνηση Ενωμένη Ενάντια στο Ρατσισμό και τη Φασιστική Απειλή) δηλαδή από μία μόνο εκ των οργανώσεων του αντιρατσιστικού κινήματος. Δεν συμμετείχαν ούτε το Δίκτυο Προσφύγων και Μεταναστών, ούτε η Kίνηση Απελάστε το Ρατσισμό, ούτε η ΥRΕ (Youth against Racism in Europe). Ατυχείς συνεννοήσεις, μικροαντιπαλότητες και μικροηγεμονισμοί εμπόδισαν τις αντιρατσιστικές οργανώσεις να συνεργαστούν για την διοργάνωση μιας πολύ μεγάλης αντιρατσιστικής διαδήλωσης. Και γι΄ αυτό έχουν όλες οι πλευρές μερίδιο ευθύνης.

Όμως ενώ σε όλες σχεδόν τις αντιρατσιστικές διαδηλώσεις που γίνονταν τα προηγούμενα χρόνια, οργανωμένες από τμήματα μόνο του αντιρατσιστικού κινήματος, συνηθιζόταν να συμμετέχουν και οι υπόλοιπες οργανώσεις, έστω και με λίγο κόσμο (συμβολικά), στη διαδήλωση της 15 Γενάρη δεν παραβρέθηκε καμιά άλλη αντιρατσιστική οργάνωση, πέραν της διοργανώτριας. Επίσης εκτός των οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΟΚΔΕ-Εργατικής Πάλης και του ΕΕΚ, δεν συμμετείχε καμιά άλλη πολιτική οργάνωση της αριστεράς. Ήταν χαρακτηριστική και θλιβερή η απουσία των πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων που διακηρύσσουν σε όλους τους τόνους την ανάγκη ενότητας του αντιρατσιστικού κινήματος (ο Συνασπισμός και οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ: ΚΟΕ, ΔΕΑ, Ξεκίνημα, Κόκκινο κτλ, κτλ).

Οι αντιεξουσιαστές, παρ’ όλο που είχαν πολλές διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης και τους στόχους της διαδήλωσης, διέθεταν το πολιτικό κριτήριο για να κατανοήσουν ότι δεν μπορούσαν να απουσιάσουν από μία διαδήλωση εναντίον των φασιστών και, προς τιμήν τους, συμμετείχαν, συγκροτώντας μάλιστα ένα αρκετά μεγάλο μπλοκ.

Αυτό το πολιτικό κριτήριο δεν το διέθεταν οι αριστερές και αντιρατσιστικές οργανώσεις, που αποφάσισαν όχι μόνο να μην έρθουν στην διαδήλωση αλλά και να προσπαθήσουν τις προηγούμενες μέρες να πείσουν τον κόσμο να μην κατέβει, κινδυνολογώντας ότι εάν κάνουμε διαδήλωση στην περιοχή θα γίνουν τα πράγματα χειρότερα (παραλλαγή της κλασσικής άποψης, που λέει ότι δεν πρέπει να κοντράρεσαι με το φασισμό γιατί έτσι τον ενισχύεις). Όμως οι μετανάστες που σχετίζονται με αυτές τις οργανώσεις είχαν διαφορετική εκτίμηση και γι’ αυτό συμμετείχαν στην πορεία ατομικά.

Αυτό το πρωτοφανές γεγονός για το χώρο του αντιρατσιστικού κινήματος δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με το επιχείρημα των μικροηγεμονισμών, των καπελωμάτων κτλ. Η απόφαση αυτών των αντιρατσιστικών οργανώσεων να μην συμμετέχουν στις 15 Γενάρη προκύπτει από τις πολιτικές εκτιμήσεις που έχουν κάνει για την περίοδο, για τις δυνατότητες αντιπαράθεσης με το ρατσισμό και για την υπεράσπιση των διακαιωμάτων των μεταναστών. Επίσης είναι αποτέλεσμα των σχέσεων που έχουν η δεν έχουν αναπτύξει με μετανάστες και με κοινότητες μεταναστών.

Αυτές οι αντιρατσιστικές οργανώσεις (το Δίκτυο Προσφύγων και Μεταναστών, η Kίνηση Απελάστε το Ρατσισμό, η ΥRΕ) μαζί με ΜΚΟ, οργανώσεις και δημοτικά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν προχωρήσει στην ίδρυση της κίνησης Ποτέ Ξανά, για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής.

Η πολιτική λογική με την οποία καθορίζονται οι κινήσεις του Ποτέ Ξανά είναι η εξής: οι φασίστες έχουν αποκτήσει λαϊκό έρεισμα στην περιοχή, κάνοντας δουλειά “από τα κάτω” και εκμεταλλευόμενοι πραγματικά προβλήματα των “απλών ανθρώπων”: φτώχεια, εξαθλίωση, υποβάθμιση της γειτονιάς, ναρκωτικά, εγκληματικότητα, πορνεία… Αυτά είναι τα προβλήματα που σπρώχνουν συγχυσμένους ανθρώπους να συνεργάζονται με φασίστες, χωρίς να γνωρίζουν ότι είναι φασίστες, ή χωρίς να γνωρίζουν την επικινδυνότητα του φασισμού. Το Ποτέ Ξανά θα πρέπει να αποκαλύψει τους φασίστες στα μάτια αυτών των ανθρώπων και ταυτόχρονα να αναζητήσει ρεαλιστικές απαντήσεις στο πρόβλημα. Επιδιώκει να ενεργοποιήσει τα αντιφασιστικά – δημοκρατικά αισθήματα του “απλού κόσμου” και να συγκροτήσει όσο το δυνατόν πιο πλατιές δημοκρατικές συμμαχίες. Για να πετύχει σ’ αυτό, δεν πρέπει να ανοίγει ζητήματα τα οποία ο κόσμος δεν μπορεί να κατανοήσει άμεσα και να αποδεχτεί αριστερές απαντήσεις. Γι’ αυτό και δεν θέτει ζητήματα υπεράσπισης δικαιωμάτων μεταναστών, παρά μόνο στην ανθρωπιστική τους διάσταση, και αυτό ακόμα, μέσα από πολιτικά επιχειρήματα με τα οποία θα αναδεικνύεται το πραγματικό (οικονομικό) συμφέρον των “απλών ανθρώπων”. Πρόκειται για ένα πολιτικό σχέδιο που επιχειρεί (υποτίθεται) να αξιοποιήσει την παραμικρή δημοκρατική κίνηση, από όποιον κι αν γίνεται. Ας παρακολουθήσουμε τη λογική αυτού του σχεδίου έτσι όπως διαφαίνεται μέσα από τα κείμενα του Ποτέ Ξανά (από την προκήρυξη που μοιράστηκε):

«Οι ναζί της “Χρυσής Αυγής” [...] έφτασαν στο σημείο να κραυγάζουν “ο Παπούλιας στο Γουδί” ενάντια στην πραγματοποίηση συναυλίας συναδέλφωσης στον ναό του Αγ. Παντελεήμονα(!)»

«[...] προσπαθούν εκμεταλλευτούν τα προβλήματα της γειτονιάς στρέφοντάς μας εναντίον των εξαθλιωμένων και όχι ενάντια σε αυτούς που με την πολιτική τους δημιουργούν και καθημερινά διογκώνουν την εξαθλίωση χιλιάδων ανθρώπων, ντόπιων και ξένων.»

«[...] στοχοποιούν κάποιες κοινωνικές ομάδες για τα τις κάνουν εξιλαστήρια θύματα»

«[...] Το μόνο που μας λείπει είναι να “πουλήσουν προστασία” (και μάλιστα έναντι χρηματικής αμοιβής)»

«[...] Το τελευταίο σκαλοπάτι για τα χειμαζόμενα από την κρίση μαγαζιά της περιοχής είναι να μετατραπεί η πλ. Βικτωρίας σε νέο Αγ. Παντελεήμονα και να στιγματιστούμε ως ρατσιστές και δολοφόνοι.

Συμπολίτες,

Ποιος λέτε να θέλει να πίνει τον καφέ του με μαχαιροβγάλτες και ροπαλοφόρους και “προστάτες” συνδεδεμένους με τις μαφίες; Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι η εγκατάσταση της φασιστικής βίας στις πλατείες προωθεί την υποβάθμιση και υποβοηθά σκοτεινά σχέδια;»
Με βάση αυτές τις απόψεις – αναλύσεις το Ποτέ Ξανά επιχειρεί να διαμορφώσει και τις πολιτικές του παρεμβάσεις: πολλές μικρές δράσεις (πολιτικές, πολιτιστικές) που θα ευαισθητοποιήσουν τους κατοίκους και θα συσπειρώσουν εκείνο το δυναμικό που θα μπορέσει να επαναδιεκδικήσει την περιοχή. Αποφυγή κάθε πολιτικής δράσης, που θα μπορούσε να φέρει τους αντιφασίστες αντιμέτωπους με τους φασίστες και την αστυνομία και την όποια πολιτική δάση δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν οι “απλοί άνθρωποι” της γειτονιάς. Όχι προβολή των δικαιωμάτων των μεταναστών (στην καλύτερη περίπτωση περιγραφή των προβλημάτων τους), γιατί οι “απλοί άνθρωποι” δεν είναι έτοιμοι να ακούσουν για δικαιώματα των μεταναστών γενικά και κυρίως στην περιοχή τους. Οι ρατσιστικές επιθέσεις αναδεικνύονται ως πρόβλημα, επειδή θα ρίξουν τον τζίρο των μαγαζιών της περιοχής.

Η πολιτική λογική του Ποτέ Ξανά είναι ότι αυτοί που δεν είναι με την Χρυσή Αυγή μπορούν να είναι μαζί μας (ή εμείς μαζί τους). Η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων – ελευθεριών παίρνει την μορφή της υποστήριξης των κεντρικών πολιτικών συμβόλων της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (του προέδρου της δημοκρατίας). Το πολιτικό πρόβλημα που υπάρχει εδώ είναι η ταύτιση της δημοκρατίας με όλους εκείνους τους αστικούς θεσμούς που περιορίζουν την δημοκρατία των μαζών. Ο θεσμός του προέδρου της δημοκρατίας δεν είναι σύμβολο δημοκρατίας, αλλά το αντιδημοκρατικό όριο στην προσπάθεια των μαζών για μεγαλύτερο δημοκρατικό έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Δυστυχώς αυτό το πράγμα το καταλαβαίνουν καλύτερα οι φασίστες οι οποίοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την αγανάκτηση του κόσμου από την έλλειψη δημοκρατίας.

Εξαιρετικά προβληματική είναι επίσης και η ταύτιση του “απλού ανθρώπου” με τον μικροαστό μαγαζάτορα. Σε αυτόν απευθύνεται η επιχειρηματολογία του παραπάνω κειμένου, φτάνοντας μάλιστα σε επίπεδα κυνισμού, όταν λέει στον “απλό άνθρωπο”, ότι εάν μαχαιρώνονται μετανάστες στην περιοχή, θα πέσει η πελατεία στο μαγαζί του. Σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, οι μόνοι έλληνες στους οποίους απευθύνεται είναι οι μαγαζάτορες. Οι εργαζόμενοι της περιοχής, η ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία, απουσιάζουν τελείως από τα καλέσματα και την επιχειρηματολογία.

Από τις αναφορές και τις στοχεύσεις του Ποτέ Ξανά απουσιάζουν τελείως οι μετανάστες. Σκοπίμως το Ποτέ Ξανά δεν θέτει ζητήματα υπεράσπισης δικαιωμάτων μεταναστών, επειδή αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τους “απλούς ανθρώπους” τους οποίους επιχειρεί να αποσπάσει από την επιρροή των φασιστών ή να εμποδίσει να πέσουν στην επιρροή των φασιστών. Στην πραγματικότητα επιχειρείται η εξεύρεση ενός εύκολου δρόμου μέσα από τον οποίο, το Ποτέ Ξανά πιστεύει ότι θα καταφέρει να εμποδίσει τη δράση των φασιστών. Η λογική εδώ είναι πολύ απλή: οι φασίστες μαχαιρώνουν μετανάστες και έχουν την υποστήριξη των μικροαστών της περιοχής. Εάν θέλουμε να σταματήσουμε τα ρατσιστικά εγκλήματα, θα πρέπει να αποσπάσουμε τους μικροαστούς από την επιρροή των φασιστών και έτσι η φασιστική δράση θα απονομιμοποιηθεί και οι μετανάστες θα τη βγάλουν καθαρή. Για να κερδίσουμε όμως τους μικροαστούς δεν θα πρέπει να τους μιλάμε για τους μετανάστες και τα δικαιώματά τους, αλλά για τα μικροαστικά τους συμφέροντα και τη δημοκρατία.

Σε αυτή τη λογική οι μετανάστες δεν απουσιάζουν απλώς. Πολύ περισσότερο θα πρέπει να κρύβονται για να μην τους δει ο μικροαστός και τρομάξει. Βέβαια οι μετανάστες είναι πολλές χιλιάδες και δεν είναι εύκολο να κρυφτούν κάτω από λέξεις. Γι’ αυτό και το Ποτέ Ξανά έχει βρει κάποιους τρόπους να τους εμφανίζει χωρίς να προκαλούν τρόμο. Τον ανθρωπισμό: δεν είναι ανθρώπινο να χτυπάμε μετανάστες. Το οικονομικό “μας” συμφέρον: θα χάσουμε πελατεία εάν χτυπάμε μετανάστες. Την ρεαλιστική πολιτική: δεν ευθύνονται οι μετανάστες για την υποβάθμιση των περιοχών που προκαλείται από την παρουσία των μεταναστών (δηλαδή δεν ευθύνονται οι μετανάστες για την παρουσία των μεταναστών).

Στην πραγματικότητα όμως με αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορεί κανείς να συγκρουστεί με το ρατσισμό και άρα και με το φασισμό (ο οποίος τρέφεται από το ρατσισμό). Σε μια περιοχή της Αθήνας στην οποία ζουν δεκάδες χιλιάδες μετανάστες, η αριστερά δεν έχει δικαίωμα να μην τους παίρνει υπόψη της στους πολιτικούς της σχεδιασμούς, πολύ περισσότερο όταν σχεδιάζει να αντιπαρατεθεί με το φασισμό. Εάν η αριστερά δεν μιλήσει για τους μετανάστες, τότε απλώς βοηθάει στην αναπαραγωγή των ρατσιστικών ιδεολογημάτων. Ο κάθε μικροαστός δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να μην σκεφτεί ότι αφού η αριστερά δεν τολμάει να μιλήσει για τους μετανάστες, αυτό σημαίνει ότι και η αριστερά πιστεύει ότι οι μετανάστες είναι πρόβλημα και άρα αυτά που του λένε οι φασίστες είναι σωστά. Ο κάθε μικροαστός καταλαβαίνει, χωρίς να του το πουν οι φασίστες, ότι η περιουσία του θα είχε πολύ μεγαλύτερη αξία εάν ήταν σε μία περιοχή όπου θα ζούσαν πλούσιοι παρά σε μια περιοχή στην οποία ζουν φτωχοί (μετανάστες ή έλληνες δεν έχει σημασία. Τυγχάνει οι φτωχοί στον Άγιο Παντελεήμονα να είναι και μετανάστες). Γι’ αυτό και η προσπάθεια να χτυπήσει κανείς το φασισμό παρακάμπτοντας τους μετανάστες μπορεί έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Ενισχύει τις ρατσιστικές αντιλήψεις των μικροαστών τις οποίες δεν μπορεί κανείς να τις ανατρέψει με ανθρωπιστικής έμπνευσης σλόγκαν του στιλ: “οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα, έχουν προβλήματα”.

Η χειρότερη όμως διάσταση αυτής της επιχειρηματολογίας είναι ότι προσπαθεί να πείσει ένα μειοψηφικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας ότι τη λύση για τα προβλήματά του δεν μπορούν να του τη δώσουν οι φασίστες, αναγνωρίζοντας έτσι, έστω και έμμεσα, ότι έχει δίκιο που διαμαρτύρεται. Την ίδια στιγμή απουσιάζει εντελώς κάθε αναφορά στα πραγματικά προβλήματα των ίδιων των μεταναστών, δηλαδή ενός τεράστιου τμήματος των κατοίκων της περιοχής.

Αυτές οι πολιτικές εκτιμήσεις που φοβούνται ότι η παρουσία των μεταναστών στις προκηρύξεις της Αριστεράς και στις γειτονιές της Αθήνας ωθεί τους “απλούς ανθρώπους” στο ρατσισμό, έχουν ως ένα βαθμό διαμορφωθεί ως αποτέλεσμα των προβληματικών σχέσεων που έχουν οι αντιρατσιστικές οργανώσεις με τους μετανάστες και τις μεταναστευτικές κοινότητες. Στην πραγματικότητα δεν έχουν σχέσεις με μεγάλες κοινότητες ή τμήματα μεταναστών επειδή απουσίαζαν από τις μεγαλύτερους αγώνες των μεταναστών τα προηγούμενα χρόνια. Το χειρότερο όμως δεν είναι η αδυναμία τους να συνδεθούν με τα περισσότερα κινήματα των ίδιων των μεταναστών, αλλά η άρνηση να βοηθήσουν τους μετανάστες όταν τους είχε ζητηθεί η βοήθειά τους. Η πιο χαρακτηριστική ήταν η άρνηση του Δικτύου να συμμετέχει σε διαδήλωση αλληλεγγύης στους μουσουλμάνους μετανάστες, επειδή δεν συμφωνούσε ότι έπρεπε να αριστερά να υπερασπίζεται το δικαίωμα των μουσουλμάνων… να είναι μουσουλμάνοι.

Αυτό είναι το πραγματικό πολιτικό υπόβαθρο της άρνησης του Ποτέ Ξανά να συμμετέχει στη διαδήλωση της 15 Γενάρη. Η απροκάλυπτη εχθρότητα με την οποία την αντιμετώπισε, είναι αντανάκλαση του φόβου που έχει κυριεύσει τις οργανώσεις του, απέναντι στο “λυσσασμένο μικροαστό” του Αγίου Παντελεήμονα. Όμως υπάρχει και ένας άλλος φόβος. Η πολιτική του Ποτέ Ξανά είναι τέτοια, που να μπορεί να γίνεται κάθε φορά αποδεκτή από το ΣΥΡΙΖΑ (στον οποίο εξάλλου ανήκουν οι περισσότερες πολιτικές οργανώσεις του Ποτέ Ξανά). Και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μία κατάσταση που το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε, θα ήταν να του χρεώσουν την υποκίνηση διαδηλώσεων μεταναστών.


Η ΚΕΕΡΦΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Φυσικά δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τα σοβαρά προβλήματα οργάνωσης της διαδήλωσης, τα οποία είναι στην πραγματικότητα και τα προβλήματα της ίδιας της ΚΕΕΡΦΑ. Από την πλευρά του ΣΕΚ (της μόνης πολιτικής οργάνωσης που συμμετέχει στην ΚΕΕΡΦΑ) δεν έγινε καμιά προσπάθεια για να κινητοποιηθούν και να δουλέψουν για τη διαδήλωση όλες οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν έγινε καμιά προσπάθεια για να εμπλακεί ο κόσμος των τοπικών επιτροπών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σ’ αυτή την καμπάνια.

Η ΚΕΕΡΦΑ είναι στην πραγματικότητα μια κίνηση που έχει μόνο κορυφές, χωρίς βάση και χωρίς καμιά προσπάθεια για να αποκτήσει διαδικασίες βάσης. Αυτός ο τρόπος λειτουργίας φυσικά δεν αφήνει περιθώρια συμμετοχής στον κόσμο που θα ήθελε να οργανωθεί για να δουλέψει ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό. Επίσης δεν αφήνει πολλά περιθώρια συμμετοχής σε οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς (εντός και εκτός ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Το αποτέλεσμα ήταν η χαμηλή συμμετοχή μελών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Όμως για το πρόβλημα της συμβολικής παρουσίας των περισσότερων οργανώσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη διαδήλωση και της απουσίας τους από κάθε προετοιμασία της τις προηγούμενες μέρες, η ευθύνη βαραίνει και τις ίδιες τις οργανώσεις.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα των περισσότερων οργανώσεων είναι ότι δεν διαθέτουν ούτε τα θεωρητικά εφόδια, ούτε την πολιτική και οργανωτική εμπειρία από αγώνες για την υπεράσπιση των μεταναστών και από το μέτωπο ενάντια στο φασισμό και την ακροδεξιά. Σε θεωρητικό επίπεδο, υποτιμάται συνήθως η ανάγκη για αυτόνομη δουλειά για αυτά τα μέτωπα. Σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο, το πρόβλημα είναι ότι ακόμα και αν αποφασίσουν ότι θα πρέπει να δοθεί μια συγκεκριμένη μάχη, δεν ξέρουν με πιο τρόπο μπορεί να γίνει. Επιπλέον μέσα στις οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ενδημούν μια σειρά από προβληματικές πολιτικές αντιλήψεις, απ’ τις οποίες οι πιο σοβαρές είναι:

Μία “τριτοπεριοδική1” αντίληψη για το ενιαίο μέτωπο και τον κίνδυνο του φασισμού, σύμφωνα με την οποία ο κύριος εχθρός, εναντίον του οποίου πρέπει να στρέφονται όλες οι δυνάμεις μας, είναι η αστική τάξη και οι βασικοί πολιτικοί εκφραστές των συμφερόντων της, δηλαδή τα κόμματα εξουσίας. Πρόκειται για μία άποψη που αδυνατεί να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο, σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε φάση της, οργανώνονται οι στρατηγικές πολιτικές για την υποστήριξη των συμφερόντων της αστικής τάξης. Ότι διαφορετικές αστικές πολιτικές μπορούν ταυτόχρονα, αντιπαραθετικά ή επικαλύπτοντας η μία την άλλη, να εκφράζουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και ότι στην περίοδο που διανύουμε, ο πολιτικός ρόλος της ακροδεξιάς, αλλά και των φασιστικών ομάδων, αποκτούν μία όλο και μεγαλύτερη σημασία για τις ανάγκες της αστικής τάξης, οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με τις “παραδοσιακές” πολιτικές μορφές άσκησης εξουσίας (απαιτείται ωμή βία για τη διάλυση κάθε μορφής αντίστασης των καταπιεσμένων και ταυτόχρονα αναπροσαρμογή της κυρίαρχης ιδεολογίας ώστε να αποκρύπτονται οι αιτίες της εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων και να εκτρέπεται η οργή τους προς “αποδιοπομπαίους τράγους”, κυρίως τους μετανάστες).

Μια εργατίστικη (και όχι ταξική), σύμφωνα με την οποία τα προβλήματα των μεταναστών θα επιλυθούν αποκλειστικά στο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος. Η άποψη αυτή δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων των μεταναστών και την ανάγκη ενός ταξικού πολιτικού αγώνα για τα δικαιώματα των μεταναστών. Επίσης η άποψη αυτή αδυνατεί να κατανοήσει ότι ο αγώνας αυτός μπορεί να ριζοσπαστικοποιήσει το εργατικό κίνημα και να διευρύνει τις δυνάμεις του, εντάσσοντας στις γραμμές του μάζες αγωνιστών μεταναστών εργατών. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που προκύπτει από αυτές τις απόψεις, είναι ότι εμποδίζουν τους φορείς της να αντιληφθούν ότι η ενότητα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να προκύψει από την αφομοίωση (πολιτιστική συνήθως) των μεταναστών μέσα στην “ελληνική” εργατική τάξη, αλλά από την ικανότητα του συνόλου της εργατικής τάξης να υπερασπίζεται τα δικαιώματα των εθνικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών τμημάτων της.

Συντηρητικά αντανακλαστικά (φόβος αντιπαράθεσης με τα ρατσιστικά ιδεολογήματα που αναπτύσσονται ακόμα και μέσα στην εργατική τάξη), τάσεις προσαρμογής σε “ρεαλιστικές” προτάσεις (“πόσοι μετανάστες χωράνε στη χώρα;” κτλ) και ελλιπής ρήξη με τον αριστερό εθνικισμό (απόψεις για τα δικαιώματα των μεταναστών απ’ τη σκοπιά της δικιάς “μας” χώρας).

Εντούτοις όλες οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν κατανοήσει την ανάγκη εμπλοκής στις διαδικασίες του αντιρατσιστικού κινήματος και της ανάδειξης και υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μεταναστών και αυτό είναι αποτέλεσμα της πίεσης από τους αγώνες των ίδιων των μεταναστών. Υπήρξαν δύο σημαντικά κινηματικά γεγονότα που ανάγκασαν αυτόν τον κόσμο και τις οργανώσεις του να ασχοληθούν με το αντιρατσιστικό κίνημα και να προσπαθούν να επεξεργαστούν πολιτικές θέσεις για το αντιρατσιστικό: το ένα είναι η περίπτωση της Κωνσταντίνας Κούνεβα, για την οποία ο συγκεκριμένος χώρος κινητοποιήθηκε με πολύ δυναμικό τρόπο. Το δεύτερο ήταν οι διαδηλώσεις των μεταναστών για το Κοράνι και το συλλαλητήριο αλληλεγγύης που διοργανώθηκε από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ωστόσο μόνο αυτές οι εμπειρίες δεν αρκούν για να μπορέσουν οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να παίξουν έναν αποφασιστικό και προωθητικό ρόλο μέσα στο αντιρατσιστικό κίνημα.

Όμως ο ρόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι πολύ κρίσιμος για την ανάπτυξη ενός μαζικού και ριζοσπαστικού αντιρατσιστικού κινήματος και για την οργάνωση της αλληλεγγύης στους αγώνες των μεταναστών. Είναι κρίσιμος γιατί στην περίοδο που έχουμε μπει, για το μεταναστευτικό και αντιρατσιστικό κίνημα ισχύει ό,τι και για το εργατικό κίνημα: για να νικήσουν οι αγώνες χρειάζονται ενότητα όλων των δυνάμεων, καθαρές πολιτικές απαντήσεις και ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο αιτημάτων. Και αυτές οι αντικαπιταλιστικές απαντήσεις για το μεταναστευτικό μπορούν να δοθούν μόνο από την αντικαπιταλιστική αριστερά, ακόμα και αν η ίδια δεν έχει ακόμα την πολιτική ωριμότητα για να διατυπώσει με σαφήνεια τέτοιες απαντήσεις. Εάν όμως η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν αποφασίσει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, τότε οι πολιτικές απόψεις που θα επικρατούν μέσα στο αντιρατσιστικό κίνημα δεν θα ξεπερνούν το μίνιμουμ πλαίσιο που μπορεί να αντέξει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό σημαίνει υποχώρηση απέναντι στη ρατσιστική πολιτική της κυβέρνησης (“ρεαλιστικές” προτάσεις κτλ), αλλά και προδοσία των αιτημάτων που διατυπώνουν οι ίδιοι οι μετανάστες όταν διεξάγουν αγώνες.


Η μάχη για τον Άγιο Παντελεήμονα
συνεχίζεται
Μία κριτική που ακούστηκε το προηγούμενο διάστημα για την ΚΕΕΡΦΑ, ήταν ότι με τη διαδήλωση της 15 Γενάρη επιχειρεί απλώς μια θεαματική κίνηση στην οποία δεν θα προσπαθήσει να δώσει συνέχεια. Αυτός ο κίνδυνος υπάρχει αυτή καθώς το μέτωπο του μεταναστευτικού διευρύνεται. Πολύ εύκολα μπορεί ο Άγιος Παντελεήμονας να ξεχαστεί μπροστά σε άλλα “πιο σημαντικά” γεγονότα του μεταναστευτικού κινήματος. Γι’ αυτό και θα πρέπει γίνει σαφές ότι η διαδήλωση της 15 Γενάρη ήταν το πρώτο σε μία σειρά από βήματα που πρέπει να γίνουν για να καθαρίσει η περιοχή από τους φασίστες.

Θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε τρία πράγματα:

α) Η δράση των φασιστών στον Άγιο Παντελεήμονα και η συνεργασία τους με την αστυνομία, αποτελούν κεντρικό πολιτικό πρόβλημα και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Προτείνουμε λοιπόν να ξεκινήσει μια κεντρική πολιτική καμπάνια, στην οποία θα πρέπει να συμμετέχουν όλοι, για να αναδείξει το πρόβλημα και να οργανώσει αντιρατσιστικές – αντιφασιστικές δράσεις.

β) Για την περιοχή, ο στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία μιας πλατιάς επιτροπής κατοίκων, η οποία θα συσπειρώνει τους μετανάστες (ως άτομα, αλλά και ως κοινότητες) μαζί με τους έλληνες και θα αναλάβει την οργάνωση της περιφρούρησης – αυτοάμυνας των κατοίκων εναντίον των φασιστών. Στην επιτροπή θα πρέπει να συμμετέχουν οι μαζικοί συνδικαλιστικοί φορείς της περιοχής (τοπικές ΕΛΜΕ και σύλλογοι δασκάλων και όσα σωματεία υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή).

Η επιτροπή θα επιδιώξει να επεξεργαστεί πραγματικές λύσεις για τα προβλήματα των μεταναστών της περιοχής. Πρώτα και κύρια το πρόβλημα στέγης. Η λύση δεν μπορεί να είναι να φύγουν οι άστεγοι μετανάστες, αλλά να απαιτηθεί από το δήμο και το κράτος η παραχώρηση κτηρίων της περιοχής, ώστε να στεγαστούν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Αν ο δήμος ή το κράτος δεν δεχτεί, θα πρέπει να οργανωθούν καταλήψεις αυτών των κτηρίων (όπως και κτηρίων της εκκλησίας) από μετανάστες και έλληνες (οι οποίοι και θα τα διαχειρίζονται).

Η επιτροπή θα πρέπει να οργανώσει τις αντιστάσεις των κατοίκων ενάντια στην εμπορευματοποίηση των ελεύθερων χώρων της περιοχής, να διεκδικήσει περισσότερο πράσινο, πάρκα και παιδικές χαρές. Επίσης θα πρέπει να διεκδικήσει να μην κλείσουν ή να επαναλειτουργήσουν όλες οι κοινωνικές υπηρεσίες του δήμου ή του κράτους, οι οποίες υπάρχουν ή υπήρχαν στην περιοχή, απαιτώντας η πρόσβαση σε αυτές να είναι ελεύθερη και δωρεάν για όλο το λαό, ντόπιους και μετανάστες.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για κάθε προσπάθεια πολιτικής παρέμβασης στην περιοχή, είναι ότι αυτή θα πρέπει να επικεντρώνει στους μετανάστες κατοίκους. Ο Άγιος Παντελεήμονας είναι μια γειτονιά μεταναστών και αυτό θα πρέπει να καθορίζει τις πολιτικές δραστηριότητας που θα πρέπει να αναπτυχθούν στην περιοχή. Τα (οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά) προβλήματα των μεταναστών θα πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη σειρά κάθε αριστερού πλαισίου αιτημάτων και διεκδικήσεων για την περιοχή: ελεύθερη κυκλοφορία των μεταναστών στην γειτονιά, χωρίς να κινδυνεύουν από τις επιθέσεις της αστυνομίας και των φασιστών, στέγαση των αστέγων σε κτήρια δημοτικά, κρατικά, εκκλησιαστικά, παραχώρηση χώρου από το κράτος για τη λειτουργία τζαμιού στην περιοχή, δημιουργία τμημάτων εκμάθησης ελληνικών για ενήλικες μετανάστες… είναι μερικά μόνο από τα αιτήματα που θα έπρεπε να μπαίνουν άμεσα για την ικανοποίηση κάποιων εκ των αναγκών των μεταναστών. Θα πρέπει να το πούμε καθαρά: τα προβλήματα της περιοχής είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες κάτοικοι της περιοχής. Και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αναπτυχθεί καμιά μαζική αριστερή πολιτική παρέμβαση εάν δεν συσπειρώνει κυρίως μεγάλα κομμάτια μεταναστών κατοίκων.

γ) Καμιά όμως προσπάθεια συγκρότησης μιας τοπικής επιτροπής δεν είναι αυτή τη στιγμή εφικτή, καθώς το πρώτο βασικό εμπόδιο που έχει να αντιμετωπίσει ο οποιοσδήποτε και η οποιαδήποτε επιχειρήσει να αναπτύξει πολιτική δραστηριότητα στην περιοχή (πχ. μοίρασμα προκήρυξης, συλλογή υπογραφών, αφισοκόλληση κτλ), είναι ότι κινδυνεύει άμεσα από τους φασίστες, οι οποίοι δρουν με την υποστήριξη ή και τη βοήθεια της αστυνομίας. Οι φασίστες θα εμποδίσουν με τη βία κάθε προσπάθεια για “δουλειά από τα κάτω”. Όμως το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι οι φασίστες, αλλά η υποστήριξη που τους παρέχει η αστυνομία. Χωρίς αυτή την υποστήριξη δεν θα μπορούσαν να μείνουν ούτε για λίγες ώρες επάνω στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα. Θα πρέπει να καταλάβουμε λοιπόν, ότι για να μπορέσουν να αυτοοργανωθούν οι μετανάστες και έλληνες κάτοικοι της περιοχής, θα πρέπει να εκδιωχθούν οι φασίστες, οι οποίοι όμως έχουν την υποστήριξη της αστυνομίας. Γι’ αυτό και το πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί χωρίς την συχνή διοργάνωση μεγάλων διαδηλώσεων, οι οποίες θα επιχειρούν να προσεγγίσουν την πλατεία για να διώξουν τους φασίστες και θα συγκρούονται με την αστυνομία που θα τους προστατεύει. Εάν -ας πούμε- κάθε 20 ή 30 μέρες πραγματοποιείται μια μεγάλη διαδήλωση, που θα συμμετέχουν οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, συνδικάτα, φοιτητικοί σύλλογοι και μετανάστες και η οποία θα πηγαίνει στον Άγιο Παντελεήμονα για να διώξει τους φασίστες και θα συγκρούεται με την αστυνομία που θα τους προστατεύει, τότε η πίεση προς την κυβέρνηση θα γίνεται μεγαλύτερη, καθώς θα αποκαλύπτεται η συνεργασία της με τους φασίστες εναντίον της πλειοψηφίας της κοινωνίας.

Μ’ αυτό τον τρόπο θα δείξουμε την αλληλεγγύη μας και θα σπάσουμε το κλίμα τρόμου που έχει επιβληθεί. Έτσι μόνο θα μπορέσουμε να δώσουμε πολιτική αυτοπεποίθηση και να υποστηρίξουμε τους αριστερούς κατοίκους, για να αρχίσουν να κάνουν “δουλειά από τα κάτω” στην περιοχή, ώστε να συγκροτηθεί τοπική επιτροπή.

Γι’ αυτό και θα πρέπει να καλεστεί άμεσα σύσκεψη όλων των αντιρατσιστικών, αριστερών και μεταναστευτικών οργανώσεων για τη διοργάνωση μιας νέας διαδήλωσης στον Άγιο Παντελεήμονα.

Κώστας Κ

Υστερόγραφο:

Για να γίνουν όλα αυτά, το αντιρατσιστικό κίνημα ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ να απευθύνεται στον μικρομαγαζάτορα, τον μικροέμπορο ή τον μικρομπακάλη του Αγίου Παντελεήμονα (εκτός κι αν είναι μετανάστης). Η απεύθυνση για αντιρατσιστική – αντιφασιστική δράση θα πρέπει να γίνεται προς όλους τους μετανάστες, προς τους εργάτες (ντόπιους και ξένους) και προς τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία. Θα πρέπει να κληθούν όλοι αυτοί να συνεργαστούν, επειδή όλοι τους είναι θύματα της οικονομικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης όλοι τους έχουν τα ίδια συμφέροντα. Φυσικά θα χρειαστεί να εξηγηθεί και στο μικρομαγαζάτορα ότι δεν φταίει ο μετανάστης που το μαγαζί του δεν παει καλά, αλλά το μεγάλο κεφάλαιο κτλ. Εντούτοις όμως η βασική γραμμή θα πρέπει να είναι: μετανάστες και έλληνες, εργάτες και νεολαία, αγωνίζονται για μια γειτονιά με ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, χωρίς φασίστες και ρατσιστές.

http://www.aformi.gr/2011/01/%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%83%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%E2%80%93-%CE%B1%CE%BD/

Αρχειο αναρτησεων

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...