30 Νοεμβρίου 2009

Ο Τζαμπάρ Χαν ενός Αφγανού Μακρυγιάννη της Πάτρας



ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΑΡΘΡΟ ΜΟΥ, λίγο καιρό πριν την διάλυση του καταυλισμού των Αφγανών, έγραφα μεταξύ άλλων ότι όταν κοπάσει η τρικυμία που δέρνει αυτήν την κοινότητα των δυστυχισμένων ανθρώπων, κι αφού βρουν λιμάνι ν' απαγκιάσουν, οι λαϊκοί πεζογράφοι τους θα αισθανθούν την ανάγκη να πιάσουν μολύβι και χαρτί. Θα ιστορήσουν το έπος του λαού τους και τότε θα γράψουν για μάς σαν πόλη, κι αλίμονο!

Σήμερα θα σας παρουσιάσω έναν άγνωστο σε μας περιπλανώμενο Αφγανό, που σαν άλλος Μακρυγιάννης, χωρίς γνώσεις ελληνικής γραμματικής, περιέγραψε, στις 16/02/2009, το δράμα του λαού του στην πύλη της εγγράμματης Δύσης, την Πάτρα! Κι ας μην έχει ακόμη κοπάσει η τρικυμία!

------------------------------------------------


«ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, όταν ήμουν δεκατριών, δεκατεσσάρων χρονών - γράφει ο Νασιμ Μοχαμμαντι σε άρθρο του που έλαβα μέσω διαδίκτυου - τότε που ακόμα δεν είχαμε γίνει πρόσφυγες τρελαινόμουν όπως όλα τα παιδιά του Αφγανιστάν για το Χαν νου - Ζινταγη νου που σημαίνει καινούργιο σπίτι-καινούργιο ζωή. Μια καθημερνή ραδιοφωνική σειρά για πέντε χρόνια περίπου, που μεταδιδοτανε κάθε πρωί από το B.B.C περσικά για το Αφγανιστάν, έκτος πέμπτη και παρασκευή που είναι αργείς εκεί. Το Χανε νου - Ζινταγη νου, ήταν μια καθρέφτη τη καθημερινότητας ενός χωρίου με όλα τα προβλήματα του, που συμβόλιζε το τότε Αφγανιστάν που καλά καλά ακόμα δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος με τη Ρωσία ενώ σε εξέλιξη ήταν ο εμφύλιος. Ένα χωριό με όλα τα πρόσωπα, κάλους και κακούς, δυνατούς και αδύνατους, ευτοχους και πλούσιους. Ένα από τα πρόσωπα όμως ήταν πολύ γνωστό για όλους σε αυτή τη σειρά, αυτός ήταν ο Τζαμπαρ Χαν. Ο Τζαμπαρ ήταν ο κακός προσωπος, έχει μια φωνή τρομαχτική και πάντα κουβαλούσε μαζί του ενα Καλάσνικοφ η λογική του απο το καλάσνικοφ ξεκινούσε και στο καλάσνικοφ τελείωνε. Όλοι στο χωριού το φοβούνταν και κάνανε την προσευχή τους να μη βρίθουν ποτέ μπροστά του, ειδικά όμως τα παιδιά. Έτσι λοιπόν έμενε η φράση αυτή που λένε: είσαι Τζαμπαρ, δηλαδή είσαι κακός....

Όταν όμως έφυγα από το Αφγανιστάν, μαζί με την οικογένεια μου και άρχιζε η περιπέτεια της προσφυγιάς. Το χόριο μαζί με τον Τζαμπαρ και όλα τα αλλά τα καλά και τα κακά του έμενε πίσω, και ήταν ποια παρελθόν. Τώρα ποια αλλά είχα να αντιμετωπίζω και δεν είχα το καιρό να κοιτάξω πίσω μου. Τώρα ποια η ζωή μου εκρρειμοτανε σε κάθε επόμενο λεπτό. Πρέπει να παλέψω. Να παλέψω να μη μένω από το καραβάνι στα βουνά, στη διάρκεια της παιζοπορειας, στο πέρασμα των συνόρων, πρεπει να παλέψω με τα άγρια κύματα της θάλασσας για να μη βούλιαξε η φουσκωτή μου βάρκα, πρέπει να παλέψω να βρω δουλεία έστω κι για πέντε η δέκα Ευρώ, για να φάω και να μη μένω στο δρόμο, πρέπει να φτιάξω τα χαρτιά μου για να μη μου ξανά βάλουνε στη φυλακή, πρέπει να μαζέψω ένσημα και παράβολα για να μη μου πάρουν πίσω την αδεια παραμονη, πρέπει, πρέπει, μια ζωή πρέπει... Έτσι λοιπόν ήθελα, δεν ήθελα, περασμένα ξεχασμένα άρχισα να πιστέψω. Άλλα ποτέ δε ξέρεις καμιά φόρα το παρελθόν έρχεται από μόνο του μπροστά σου.


ΚΑΘΟΜΟΥΝ ΣΕ ΜΙΑ ΓΩΝΙΑ του καταυλισμού τω προσφύγων στη Πάτρα. Ήταν προς το βραδάκι και ήμουν απίστευτος κουρασμένος. Είχαμε περάσει άλλη μια δύσκολη ήμερα συνοδεύοντας τραυματισμένα και αρρωστημένα παιδιά στο νοσοκομείο. Λίγα μέτρα ποιο πέρα, μια παρέα παιδιών πέντε η έξι ατόμων μικρές ηλικίας με έναν παιδικό τρόπο συζητουσανε μεταξύ τους. Την προσοχή μου την είχε τραβήξει ένα άλλο παιδί που βρισκότανε στην άλλη γωνία του καταυλισμού και φροντίζει μερικά κότα δίνοντας τους τρόφιμα. Τα κότα ανοίγει σε έναν Ελληνα παπου όποιος είχε και μερικά αλλά ζώα όπως αρνάκια, κατσίκια και χιρεινα, και μένει λίγο ποιο πίσω από το καταυλισμό. Κάποια στιγμή άκουσα ένα όνομα από κάποιο παιδί της παρέας εκείνης που ήταν λίγα μέτρα ποιο πέρα από εμένα και συζητουσανε. Άκουσα να πει Τζαμπαρ Χαν. Από την αρχή δεν έδωσα καμιά σημασία, χαμογελώντας σκέφτηκα ότι αφού τα παιδιά είναι καινούργια άδω, και για αυτό μάλλον μιλάνε για τον γνωστό Τζαμπαρ. Λάθος.

Τα παιδιά δεν μιλούσανε για τον Τζαμπαρ του Αφγανιστάν όπως είχα φανταστεί. Εμπροκεται για άλλος Τζαμπαρ. Το επιβεβαίωσα όταν στη συνέχεια άκουσα να πει επιθετηκα σε ένα άλλο παιδί που κρατούσε από τη μέση του και έδειχνε ότι πονούσε έντονα, "δεν σου είπα μη πας στο λιμάνι γιατί ο Τζαμπαρ είναι εκεί και θα σου χτυπήσει δεν με ακούσεις και τώρα καλά να πάθεις". Σηκώθηκα από εκεί που καθόμουν και τους πλησίαζα, ενδιαφερόμενος ρώτησα για το θέμα. Όλοι μαζί άρχιζαν να μιλάνε, τους είπα ένας-ένας για να καταλάβω τι γίνεται, και έτσι λοιπόν καθένας άρχιζε να λέει τη δίκη του ιστορία με τον Τζαμπαρ Χαν.


Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΡΧΙΖΕ να τον περιγράψει πως είναι ο Τζαμπαρ. Είναι πολύ δυνατός, γυμνασμένος και ξεριζωμένος, φοράει πάντα μαύρα γειαλεια και γάντια, συνήθως το δεξί χέρι του είναι πάνω στο πιστόλι του, που ειναι κρεμασμένο στη μέση του και στο αριστερό χέρι του κρατάει ένα (.). Στις μύτες των παπουτσειων του έχει σιδερά και είναι πάρα πολύ γρήγορος όταν θέλει να σε πιάσει και να σε χτυπήσει. Ο άλλος είπε εγώ προτού να πάω στο λιμάνι, κρυφό κοιτάω από έξω. Αν είναι ο Τζαμπαρ στο λιμάνι, ήσυχα γυρνάω πίσω στο καταυλισμό, γιατί έχω φάει μια φορά ξύλο από αυτόν και μου φτάνει για όλη μου τη ζωή. Ο επόμενος είπε έμενα με έχει χτυπήσει δυο φορές ο Τζαμπαρ τη δεύτερη φορά ήμουν δέκα ημέρες στο νοσοκομείο και τώρα τον φοβάμαι πάρα πολύ, όχι μόνο δεν θέλω να ξανά πάω ποτέ στο λιμάνι άλλα ούτε κοντά στο λιμάνι τολμώ να πάω, είμαι πολύς καιρό εδώ στο καταυλισμό και δεν ξέρω ποσό ακόμα θα μείνω. "Κοίτα λίγο αυτόν που τον χτυπήσει μόλις τώρα, είναι χάλια, και ποιος θα τον πάει τώρα στο νοσοκομείο".

Ο τελευταίος που προσπαθούσε να δείξει λίγο έξυπνος και ψιλό πονηρός είπε εγώ είμαι ο μοναδικός εδώ στο καταυλισμό που δεν με έχει χτυπήσει ποτέ ο Τζαμπαρ γιατί είμαι ποιο γρήγορος από αυτόν και δεν με έχει πιάσει ποτέ αυτός, αλλά αυτό που με κάνει να τον μισώ είναι ότι όταν δεν μπορεί να με πιάσει γιατί τρέχω ποιο γρήγορος από αυτόν, αρχίζει και με βρίζει πολύ.


ΣΤΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ το νοσοκομείο, λίγο αργότερα, εκεί που περιμέναμε ώρες μέχρι να έρθει η σειρά μας για να δει ο γιατρός το παιδί που ήταν χτυπημένο στη μέση του από τη κλωτσιά του Τζαμπαρ, σκεφτόμουνα διάφορα. Είχα ακούσει ένα όνομα που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου, ύστερα, από τόσα χρόνια και περιπέτειες, να κάνω ένα σύντομο γύρο στα δικά μου παιδικά χρόνια, ταξίδευα στο παρελθόν και ξανά θυμήθηκα όλους αυτούς τους Τζαμπαριδες του Αφγανιστάν, τους Ρώσους, τους Μοτζαχιδιν, τους Ταλιμπαν, τους Αμερικάνους και όλους τους όλους που μας κατέστρεψαν τη ζωή, τη χώρα, το σπίτι και το μελών, αλλά το χειρότερο που χώριζαν αυτά τα παιδιά απο τους γονείς τους.


ΑΝΟΙΞΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ, γύρισα προς τη μεριά του τραυματισμένο και κουρασμένο παιδί που καθότανε δίπλα μου σε μια καρέκλα ψιλό άνετη, και είδα άτι τον είχε πάρει ο ύπνος. Αναρωτήθηκα περίεργος τι παιδικό όνειρο θα έβλεπε αυτό το παιδί αυτή τη στιγμή η μάλλον τι εφιάλτη έβλεπε, άλλα αμέσως την επόμενη στιγμή φώτισαν η φαντασία μου και έδωσα απαντήσεις στο ερώτημα, αν εμπροκεται για ένα παιδικό όνειρο δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από το να βλέπει τον αυτού του να είναι κάπου ασφαλής, κάπου που να ανοίξει τα μάτια του και να μη βλέπει κανένα Τζαμπαρ που να τον χτυπήσει, κάπου που να έχει ένα σπιτάκι αντί το καταυλισμό, να πάει σχολείο αντί στο λιμάνι μένοντας κάτω από τις νταλίκες, να παίξει αντί να φτιάξει όλη τη μέρα καλύβα από χαρτόνια και ναηλον, να τον σέβεται κανείς σαν άνθρωπος και σαν παιδί αντί να τον βρίζει,...

Αλλά αν βλέπει εφιάλτη σηγορα θα έβλεπε τον Τζαμπαρ να τον έχει πιάσει και τον χτυπάει άγρια όπως έλεγε τις προάλλες ο ίδιος και να μη υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει, να φώναζε αυτός "βοήθεια" ενω να γελάει ο Τζαμπαρ χτυπώντας τον. Γύρο γύρο τους όλα συρματοπλέγματα και πόλους κόσμος τεληθιατες να τους βλέπουνε και να κάνουν ότι δεν βλέπουν τίποτε και δεν ακούν τίποτε, σαν να βρίσκονται στο κινηματόγραφο και βλέπουν τη ταινία Ραμπο 2.

Ένας Τζαμπαρ και πόλους Τζαμπαριδες που αυτή τη φόρα δεν εμπροκεται ποια για τους Ρώσους, τους Μοτζαχιδιν, τους Ταλιμπαν ούτε για τους Αμερικάνους στο Αφγανιστάν αλλά για τους Λιμενικούς της Πάτρας, στη καρδιά της Ευρώπης. Για το όνομα της ασφάλειας, και με την αφορμή λαθρομετανάστες. Νασίμ Μοχαμμάντι 16/02/2009».


Δημοσιεύτηκε στην 10η σελίδα της πατραϊκής εφημερίδας ΣΗΜΕΡΙΝΗ, στο φύλλο Σαββάτου της 28-11-09.

Αρχειο αναρτησεων

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...