Από την αρχή του αιώνα κυκλοφόρησαν φήμες πως οικογένειες προσφύγων από χώρες όπου είχαν συμβεί καταστροφές και γεγονότα μαζικών δολοφονιών και άλλων εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, για να επιτύχουν ευνοϊκό αποτέλεσμα στην αίτησή τους για άσυλο, δασκάλευαν τα παιδιά τους ή τα βασάνιζαν έτσι ώστε να κριθούν ως χρήζοντα ψυχιατρικής φροντίδας. Επί δύο χρόνια, από το 2004 μέχρι το 2006 οι φήμες εντάθηκαν για τα «απαθή παιδιά». Πρωτοστάτησε η ίδια η υπουργός Μετανάστευσης με δηλώσεις της στη Βουλή. Πότε αμφισβητούσε την ισχύ της εκδοθείσας άδειας παραμονής γι’ αυτά τα παιδιά, πότε «αποκάλυπτε» πως ένα από αυτά έγινε καλά σε μία ώρα, μιαν άλλη φορά η βοηθός της για τον Εθνικό Συντονισμό ενημέρωνε τους πάντες πως αυτά τα «δήθεν» σοβαρά άρρωστα κατάκοιτα παιδιά σηκώνονταν κρυφά τη νύχτα στα νοσοκομεία και έτρωγαν όταν δεν τα έβλεπε κανείς.
Οι φήμες θέριευαν, οι γονείς τους περιγράφονταν σαν τέρατα: υποχρέωναν τα παιδιά τους να ουρούν στο κρεββάτι, τους έδιναν ναρκωτικά ή τα άφηναν νηστικά μέχρι λιποθυμίας. Ακόμα και από ραδιοφώνου κατηγορήθηκε ονομαστικά μία οικογένεια για τέτοια προσποίηση. Κάποιο μύθευμα δεξιού εκστρεμιστή για ρωσικά τουριστικά γραφεία που δήθεν δίδασκαν τους πελάτες τους πώς να μιμηθούν αρρώστιες για να αποσπάσουν Άδεια Παραμονής, βρήκε τη θέση του σε επονομαζόμενη καθημερινή εφημερίδα πολύ μεγάλης κυκλοφορίας ως διασταυρωμένο γεγονός.
Μία κρατική έρευνα βασίστηκε αποκλειστικά στις διαβεβαιώσεις κάποιου γιατρού που, παρόλο που δεν είχε δει ποτέ του «απαθές παιδί», γνώριζε πως αυτά υποκρίνονται. Ο γιατρός είχε προσθέσει πως αυτά τα παιδιά υποκινούνταν από «εβραίους», αλλά αυτή η χαρακτηριστική των αξιών του γιατρού επεξήγηση δεν χώρεσε στα δημοσιευμένα στοιχεία. Όλη η κατάθεση του γιατρού υπάρχει στην ιστοσελίδα του Εθνικιστικού Δημοκρατικού κόμματος Σουηδίας.
Τέτοιες απόψεις δεν περνούσαν μόνο στην κοινή γνώμη, αλλά επηρέαζαν και τις αστυνομικές πρακτικές. Την Τρίτη 7 Μαρτίου 2006 οι αστυνομικές αρχές προχώρησαν σε οργανωμένη δράση. Ομάδες των πέντε ατόμων μπαίνουν στα διαμερίσματα, σε πολλές διαφορετικές διευθύνσεις συγχρόνως, όπως γίνεται σε περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος, πλησιάζουν τα ακίνητα παιδικά άρρωστα κορμιά, τους κάνουν ενέσεις αιμοληψίας, τους κόβουν τσουλούφια από τα μαλλιά τους και ανακοινώνουν στους εμβρόντητους γονείς πως είναι ύποπτοι για δηλητηρίαση των παιδιών τους. Μία από αυτούς διηγείται πως έχασε την αίσθηση της πραγματικότητας, πως για λίγο νόμισε πως είχε επιστρέψει στο Αζερμπαϊτζάν. Αμέσως μετά εισήχθη στις πρώτες βοήθειες με ψυχικό σοκ.
Παρά το γεγονός πως η συμπτωματολογία των «απαθών παιδιών» περιγράφεται στα διδακτικά συγγράμματα, οι Υπηρεσίες Ψυχιατρικής Υγείας άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν να μην υπήρχε τέτοια πάθηση. Σε διάφορα νοσοκομεία οι θεραπευτές είτε δεν έκαναν ούτε απλή εξέταση σε τέτοια παιδιά, είτε, μπροστά σε θεατές που είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα, έδιωξαν τέτοιο παιδί από το νοσοκομείο κυριολεκτικά με κλωτσιές: «Να φύγει από εδώ! Ο μπαμπάς του κάθεται και βλέπει στην τηλεόραση τί πρέπει να κάνουν για να μείνουν στην Σουηδία, έτσι κάνουν, το ξέρουμε εμείς!»
Tον Αύγουστο του 2006 βγήκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων των ελέγχων της αστυνομίας: Ουδεμία απόδειξη περί πλημμελούς εποπτείας, κακοποίησης ή παροχής ουσιών, σύμφωνα με τον Εισαγγελέα. Νωρίτερα είχαν απορριφθεί και οι θεωρίες συνομωσίας για ρωσικές μαφίες, μαθήματα παροχής φαρμακευτικών ουσιών και άλλα παρόμοια. Ήταν όλα αδύνατο να θεμελιωθούν σε στοιχεία.
Σήμερα 3 χρόνια μετά, γνωρίζουμε όχι μόνο πως ήταν αθεμελίωτα, παρά πως ήταν και κατασκευασμένα.
Η αστυνομική επιχείρηση ήταν προϊόν υποκίνησης από ονομαζόμενους στο δημοσίευμα κρατικούς λειτουργούς. Σκοπός ήταν να υποστηριχθεί στο Κοινοβούλιο και από την κοινή γνώμη η πρακτική της κυβέρνησης Πέρσον να απελαύνει παιδιά με βαριές ψυχικές παθήσεις, πρακτική που είχε γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής.
Ποιό μήνυμα δίνει το βιβλίο; «Ας δούμε τί σημαίνουν όλα αυτά! Μιλάμε για διαλυμένες οικογένειες προσφύγων, με παιδιά άρρωστα που κινδυνεύει ακόμα και η ζωή τους, από τα οποία αρκετά έγιναν μάρτυρες ή θύματα σφαγιασμού ή βιασμού των πολύ κοντινών τους συγγενών. Αυτά τα απόλυτα ευπαθή άτομα έγιναν αντικείμενα δυσφήμησης και καταπίεσης σε σημείο που, μερικά, να κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας. Και από ποιούς; Από υπηρεσιακούς παράγοντες στους οποίους η κοινωνία εμπιστεύθηκε την τήρηση του κράτους δικαίου και την προστασία των αδυνάτων».
Όπως έγραψε το 2003 ο Μπου Στρέμστετ, οι απόγονοί μας θα αντιμετωπίζουν αυτές τις απελάσεις με την ίδια ντροπή που σήμερα αντιμετωπίζουμε τις ναζιστικές υποχρεωτικές στειρώσεις. Θα τους θυμίζουν τις ιστορίες που ακούγαμε όλοι, στην παιδική μας ηλικία (σημείωση δική μου: και αυτοί!) για εβραίους που απάγουν χριστιανόπουλα για να πιουν το αίμα τους.
Η τύχη του βιβλίου είναι προδιαγεγραμμένη. Δεν απευθύνεται στους μετανάστες, αυτοί ήξεραν τα γεγονότα κα την αλήθεια ή αναλήθειά τους από πρώτο χέρι. Απευθύνεται κυρίως στους κρατικούς λειτουργούς και τους πολιτικούς προϊσταμένους τους. Αυτοί οργάνωσαν και έβαλαν σε πράξη μία συνομωσία δημιουργίας ξενοφοβικών κοινωνικών ανακλαστικών, έτσι ώστε τα θεμέλια της Δημοκρατίας μας, (η ιατρική ηθική, η δημοσιογραφική ηθική, η δεοντολογία των κρατικών υπαλλήλων) να υπονομευτούν. Και δεν χρειάστηκαν πολλοί γι’ αυτό, έφτασε μια ολιγομελής ομάδα για να μπορούν οι αρχές να γιορτάζουν τις απελάσεις ανοίγοντας μπουκάλια σαμπάνιας, ή με «αστειάκια» για την «τελική λύση», όπως αποκάλεσε την απέλαση των άρρωστων παιδιών η Ανίκα Ρινγκ (σημ. δική μου: αυτής της κυρίας ας αποκαλύψω το όνομα).
Διευθυντές κλινικών έσπευσαν να συντονιστούν με την άποψη της Κυβέρνησης, γιατροί που, διατηρώντας την αξιοπρέπειά τους, διαφωνούσαν, υποχρεώθηκαν σε παραίτηση ή μετατέθηκαν δυσμενώς. Πολλά μνημονεύονται στο βιβλίο. Από αυτά ας αναφέρουμε μόνο ένα, πολύ χαρακτηριστικό. Πολλοί γιατροί προσπάθησαν να οχυρωθούν πίσω από το γράμμα του νόμου, αφού το «πνεύμα του» τους ήταν απεχθές, και ζήτησαν βεβαίωση από τις υπηρεσίες πως στις χώρες επαναπροώθησης των απελαυνομέων ασθενών παιδιών υπήρχε δυνατότητα ιατρικής περίθαλψής τους. Και τις βεβαιώσεις τις πήραν. Ψευδείς πέρα για πέρα. Γιατί, εκείνο που συνέβαινε είναι πως τα ασθενή παιδιά οι υπεύθυνοι για την απέλασή τους τα έπαιρναν σηκωτά από το αεροσκάφος και τα ακουμπούσαν σε κάποιο πάγκο στην όποια αίθουσα του όποιου αεροδρόμιου έφθαναν. Μετά, έκαναν μεταβολή και γύριζαν πίσω!
Και, το βιβλίο απευθύνεται και στη Βουλή, που η πλειοψηφία της αποφάσισε πως, εάν οι άρρωστοι αποκτούσαν δικαίωμα ελεύθερης παραμονής στη χώρα, πολύ σύντομα η Σουηδία θα δεχόταν σωστή απόβαση ψευτοπροσφύγων. Αυτή η άποψη θεωρείται σχεδόν ρατσιστική. Γι’ αυτό κάποιος βουλευτής του Περιβαλλοντικού κόμματος είπε πως σαν τίτλο του βιβλίου θα θεωρούσε καταλληλότερο τον εξής: «Το Αβγό του φιδιού».
Με εκτίμηση για το δύσκολο έργο σας
Μιχάλης Τζιώτης