16 Μαρτίου 2009

Ο ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ, ΟΙ ΛΙΜΕΝΙΚΟΙ, ΟΙ ΤΖΑΜΠΑΡ ΧΑΝ



Ίσως να μην χρειαζόταν πρόλογος σε ένα τέτοιο κείμενο. Ίσως ο φίλος μας ο Νασίμ να τα έχει πει όλα. Για τον μπαμπούλα των παιδικών του χρόνων, τον Τζαμπάρ Χαν, αλλά και για τους σύγχρονες μπαμπούλες, τους «δικούς μας Τζαμπάρ Χαν», εκεί στο λιμάνι της Πάτρας, που κυνηγούν, χτυπούν, βρίζουν, διώχνουν πρόσφυγες, μικρά παιδιά. Πρόσφατα, μάλιστα, 17χρονος αφγανός τραυματίστηκε σοβαρά από φορτηγατζή. Κινητοποιήθηκαν οι μετανάστες, αλλά και αλληλέγγυοι πολίτες. Η απάντηση της εξουσίας ήταν προσαγωγές αλληλέγγυων και ότι την επόμενη εβδομάδα θα είναι στη διάθεση του λιμενικού ανιχνευτές καρδιάς για τον εντοπισμό μεταναστών εντός των φορτηγών και εντός του λιμανιού γενικά. Βλέπεις Νασίμ, οι Τζαμπάρ Χαν, εκσυγχρονίζονται επικίνδυνα...

Ο εφιάλτης των παιδικών μου χρόνων είναι πάλι εδώ

Του Νασίμ Μοχαμμαντί*

Πριν από πολλά χρόνια. Όταν ήμουν δεκατριών - δεκατεσσάρων χρονών. Τότε που ακόμα δεν είχαμε γίνει πρόσφυγες. Τρελαινόμουν όπως όλα τα παιδιά του Αφγανιστάν για το Χαν νου - Ζινταγή νου, που σημαίνει καινούργιο σπίτι - καινούργια ζωή. Μια καθημερινή ραδιοφωνική σειρά για πέντε χρόνια περίπου, που μεταδιδόταν κάθε πρωί από το B.B.C περσικά για το Αφγανιστάν, έκτος Πέμπτης και Παρασκευής που είναι αργίες εκεί. Το Χαν νου - Ζινταγή νου, ήταν ένας καθρέφτης της καθημερινότητας ενός χωριού με όλα τα προβλήματά του, που συμβόλιζε το τότε Αφγανιστάν όπου καλά - καλά ακόμα δεν είχε τελειώσει ο πόλεμος με τη Ρωσία ενώ σε εξέλιξη ήταν ο εμφύλιος. Ένα χωριό με όλα τα πρόσωπα, καλούς και κακούς, δυνατούς και αδύνατους, φτωχούς και πλούσιους. Ένα από τα πρόσωπα, όμως, ήταν πολύ γνωστό σε όλους σε αυτή τη σειρά. Ήταν ο Τζαμπάρ Χαν. Ο Τζαμπάρ ήταν το κακό πρόσωπο, είχε μια φωνή τρομαχτική και πάντα κουβαλούσε μαζί του ένα καλάσνικοφ. Η λογική του από το καλάσνικοφ ξεκινούσε και στο καλάσνικοφ τελείωνε. Όλοι στο χωριό τον φοβούνταν και κάνανε την προσευχή τους να μη βρεθούν ποτέ μπροστά του, ειδικά όμως τα παιδιά. Έτσι λοιπόν έμεινε η φράση: είσαι Τζαμπάρ, δηλαδή είσαι κακός....

Η περιπέτεια της προσφυγιάς

Έφυγα από το Αφγανιστάν, μαζί με την οικογένεια μου και άρχισε η περιπέτεια της προσφυγιάς. Το χωριό μαζί με τον Τζαμπάρ και όλα τα άλλα, έμειναν πίσω και ήταν πια παρελθόν. Τώρα πια άλλα είχα να αντιμετωπίζω και δεν είχα τον καιρό να κοιτάξω πίσω μου. Πρέπει να παλέψω. Να παλέψω να μη μένω πίσω από το καραβάνι στα βουνά, στη διάρκεια της πεζοπορίας, στο πέρασμα των συνόρων, πρέπει να παλέψω με τα άγρια κύματα της θάλασσας για να μη βουλιάξει η φουσκωτή μου βάρκα, πρέπει να παλέψω να βρω δουλειά έστω και για πέντε η δέκα ευρώ, για να φάω και να μη μένω στο δρόμο, πρέπει να φτιάξω τα χαρτιά μου για να μη με ξαναβάλουνε στη φυλακή, πρέπει να μαζέψω ένσημα και παράβολα για να μη μου πάρουν πίσω την άδεια παραμονής, πρέπει, πρέπει, μια ζωή πρέπει... Έτσι λοιπόν ήθελα, δεν ήθελα, περασμένα ξεχασμένα, άρχισα να πιστεύω. Άλλα ποτέ δεν ξέρεις, καμιά φορά το παρελθόν έρχεται από μόνο του μπροστά σου.

Ο Τζαμπάρ στον καταυλισμό της Πάτρας

Καθόμουν σε μια γωνία του καταυλισμού των προσφύγων στη Πάτρα. Ήταν προς το βραδάκι και ήμουν απίστευτα κουρασμένος. Είχαμε περάσει άλλη μια δύσκολη ήμερα συνοδεύοντας τραυματισμένα παιδιά στο νοσοκομείο. Λίγα μέτρα πιο πέρα, μια παρέα παιδιών πέντε η έξι ατόμων μικρής ηλικίας με έναν παιδικό τρόπο συζητούσανε μεταξύ τους. Την προσοχή μου την είχε τραβήξει ένα άλλο παιδί που φρόντιζε μερικές κότες. Το κοτέτσι ανήκει σε έναν ΄Ελληνα παππού ο οποίος είχε και μερικά αλλά ζώα όπως αρνάκια, κατσίκια και χοιρινά και μένει λίγο πιο πίσω από τον καταυλισμό. Κάποια στιγμή άκουσα ένα όνομα από παιδί της παρέας εκείνης που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα από εμένα και συζητούσαν. Άκουσα να λέει Τζαμπάρ Χαν. Δεν έδωσα καμιά σημασία. Χαμογελώντας σκέφτηκα ότι αφού τα παιδιά είναι καινούργια εδώ, γι’ αυτό μάλλον μιλάνε για το γνωστό Τζαμπάρ. Λάθος. Τα παιδιά δεν μιλούσανε για τον Τζαμπάρ του Αφγανιστάν όπως είχα φανταστεί. Επρόκειτο για άλλο Τζαμπάρ. Το επιβεβαίωσα όταν στη συνέχεια άκουσα να λέει επιθετικά σε ένα άλλο παιδί που κρατούσε τη μέση του και έδειχνε ότι πονούσε, “δεν σου είπα μη πας στο λιμάνι γιατί ο Τζαμπάρ είναι εκεί και θα σε χτυπήσει; Δεν με άκουσες και τώρα καλά να πάθεις”. Σηκώθηκα από εκεί που καθόμουν και τους πλησίασα, και ρώτησα για το θέμα. Όλοι μαζί άρχισαν να μιλάνε, τους είπα ένας-ένας για να καταλάβω τι γίνεται, και έτσι λοιπόν καθένας άρχισε να λέει τη δική του ιστορία με τον Τζαμπάρ Χαν. Ο πρώτος άρχισε να περιγράφει πώς είναι ο Τζαμπάρ. Είναι πολύ δυνατός, γυμνασμένος, φοράει πάντα μαύρα γυαλιά και γάντια, συνήθως το δεξί χέρι του είναι πάνω στο πιστόλι του, που είναι κρεμασμένο στη μέση του. Στις μύτες των παπουτσιών του έχει σίδερα και είναι πάρα πολύ γρήγορος όταν θέλει να σε πιάσει και να σε χτυπήσει. Ο άλλος είπε: εγώ προτού να πάω στο λιμάνι, κρυφοκοιτάζω από έξω. Αν είναι ο Τζαμπάρ στο λιμάνι ήσυχα γυρνάω πίσω στον καταυλισμό, γιατί έχω φάει μια φορά ξύλο από αυτόν και μου φτάνει για όλη μου τη ζωή. Ο επόμενος είπε: «έμενα με έχει χτυπήσει δυο φορές ο Τζαμπαρ. Τη δεύτερη φορά ήμουν δέκα ημέρες στο νοσοκομείο και τώρα τον φοβάμαι πάρα πολύ, όχι μόνο δεν θέλω να ξαναπάω ποτέ στο λιμάνι άλλα ούτε κοντά στο λιμάνι τολμώ να πάω. Είμαι πολύ καιρό εδώ στον καταυλισμό και δεν ξέρω πόσο ακόμα θα μείνω. Κοίτα λίγο αυτόν που τον χτύπησε μόλις τώρα, είναι χάλια, και ποιος θα τον πάει τώρα στο νοσοκομείο»; Ο τελευταίος που προσπαθούσε να δείξει λίγο έξυπνος και ψιλοπονηρός είπε: εγώ είμαι ο μοναδικός εδώ στον καταυλισμό που δεν με έχει χτυπήσει ποτέ ο Τζαμπάρ γιατί είμαι πιο γρήγορος από αυτόν και δεν με έχει πιάσει ποτέ αυτός, αλλά αυτό που με κάνει να τον μισώ είναι ότι όταν δεν μπορεί να με πιάσει γιατί τρέχω πιο γρήγορα από αυτόν, αρχίζει και με βρίζει πολύ.

Στο νοσοκομείο

Στο διάδρομο του νοσοκομείου, λίγο αργότερα, εκεί που περιμέναμε ώρες μέχρι να έρθει η σειρά μας για να δει ο γιατρός το παιδί που ήταν χτυπημένο στη μέση του από την κλωτσιά του Τζαμπάρ, σκεφτόμουνα διάφορα. Είχα ακούσει ένα όνομα που με έκανε να κλείσω τα μάτια μου, ύστερα από τόσα χρόνια και περιπέτειες, να κάνω ένα σύντομο γύρο στα δικά μου παιδικά χρόνια, ταξίδευα στο παρελθόν και ξαναθυμήθηκα όλους αυτούς τους Τζαμπαριδες του Αφγανιστάν, τους Ρώσους, τους Μοτζαχιδιν, τους Ταλιμπαν, τους Αμερικάνους και όλους τους άλλους που μας κατέστρεψαν τη ζωή, τη χώρα, το σπίτι και το μέλλον, αλλά το χειρότερο που χώριζαν αυτά τα παιδιά από τους γονείς τους. Άνοιξα τα μάτια μου, γύρισα προς τη μεριά του τραυματισμένου και κουρασμένου παιδιού που καθότανε δίπλα μου σε μια καρέκλα ψιλοάνετη, και είδα ότι τον είχε πάρει ο ύπνος.
Αναρωτήθηκα τι παιδικό όνειρο θα έβλεπε αυτό το παιδί ή μάλλον, τι εφιάλτη έβλεπε, άλλα την επόμενη στιγμή φώτισε η φαντασία μου και έδωσα απαντήσεις στο ερώτημα.

Το όνειρο

Αν επρόκειτο για παιδικό όνειρο δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο εκτός από το να βλέπει τον εαυτό του να είναι κάπου ασφαλής, κάπου που να ανοίγει τα μάτια του και να μη βλέπει κανένα Τζαμπάρ να τον χτυπάει, κάπου που να έχει ένα σπιτάκι αντί τον καταυλισμό, να πάει σχολείο αντί στο λιμάνι μένοντας κάτω από τις νταλίκες, να παίξει αντί να φτιάξει όλη τη μέρα καλύβα από χαρτόνια και νάιλον, να τον σέβεται κανείς σαν άνθρωπο, σαν παιδί αντί να τον βρίζει. Αλλά αν βλέπει εφιάλτη σίγουρα θα έβλεπε τον Τζαμπάρ να τον έχει πιάσει και να τον χτυπάει άγρια όπως έλεγε τις προάλλες ο ίδιος και να μην υπάρχει κανείς να τον βοηθήσει. Να φωνάζει “βοήθεια” και ο Τζαμπάρ να γελάει χτυπώντας τον. Γύρω τους όλο συρματοπλέγματα και πολύς κόσμος θεατές να τους βλέπουνε και να κάνουν ότι δεν βλέπουν τίποτε και δεν ακούν τίποτε, σαν να βρίσκονται στον κινηματόγραφο και βλέπουν την ταινία Ράμπο 2. Έναν Τζαμπάρ και πολλούς Τζαμπάριδες που αυτή τη φόρα δεν επρόκειτο πια για τους Ρώσους, τους Μοτζαχιδίν, τους Ταλιμπάν ούτε για τους Αμερικάνους στο Αφγανιστάν αλλά για τους Λιμενικούς της Πάτρας, στην καρδιά της Ευρώπης, στο όνομα της ασφάλειας, και με την αφορμή, «λαθρομετανάστες»

*Ο Νασίμ Μοχαμμαντί είναι αφγανός πρόσφυγας.

Αρχειο αναρτησεων

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...