Παρουσίαση του βιβλίου της Δήμητρας Λαμπροπούλου
Κώστας ΠαλούκηςΠρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της Δήμητρας Λαμπροπούλου (Δ.Λ.) με τίτλο Οικοδόμοι, οι άνθρωποι που έχτισαν την Αθήνα, 1950 - 1967, από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Πρόκεται για μια επεξεργασμένη εκδοχή της διδακτορικής διατριβής της που εκπόνησε στο Τμήμα Ιστορίας- Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Με αρκετή καθυστέρηση και περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η ελληνική μαρξιστική ιστοριογραφία δέχεται το κριτικό κύμα των νέων επεξεργασιών πάνω σε μεθοδολογικά εργαλεία, αντιλήψεις και θεωρίες για την ιστορία που από καιρό είχαν επικρατήσει στην Ευρώπη και την Αμερική προκαλώντας έναν τεράστιο σεισμό. Αυτή την "είσοδο" θα μπορούσε να τη διακρίνει κανείς σε δύο περιόδους. Η πρώτη που διαρκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000 είναι ουσιαστικά η εποχή της μετάφρασης, της "διαφωτιστικής μετακένωσης" όλου αυτού του corpus εργασιών και μελετών. Θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς ως την εποχή της "σύγχυσης" καθώς οι βεβαιότητες ανατρέπονται, ενώ οι ιστορικοί με κοινή μαρξιστική αφετηρία χωρίζονται σε στρατόπεδα και μάχονται με όρους καθαρά πολεμικούς. Η διαμάχη όμως αυτή δεν είναι άγονη. Τα παλιά επιστημονικά "παραδείγματα" ανατρέπονται και οι ιστορικοί αναζητούν νέα "παραδείγματα". Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 αρχίζουν λοιπόν να δημοσιεύονται εργασίες και μελέτες που προσπαθούν να πραγματώσουν τις νέες αυτές θεωρίες δοκιμάζοντας σε ελληνικά θέματα και σε ένα βαθμό να υπερβούν και να συνθέσουν τις αντιπαραθέσεις αυτές. Είναι, θα λέγαμε, η περίοδος που τα νέα "παραδείγματα" εκκολάπτονται και αρχίζουν να διαμορφώνονται. Οι αντιμαχόμενες σχολές παράγουν έργα άλλα πιο "καθαρά", άλλα πιο "συνθετικά", ενώ νέες διχοτομήσεις έρχονται να προστεθούν στο χώρο της ιστοριογραφίας.
Το έργο της Δ.Λ. συγκαταλεγόμενο σε αυτό το συνολικό εγχείρημα δοκιμής/σύνθεσης από την πλευρά της νέας ιστοριογραφικής σχολής βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με μια πλειάδα ξένων έργων των οποίων τα εργαλεία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει, υπόθεση διόλου εύκολη. Η ουσιαστική εμβάνθυνση και εξοικείωσή της όμως της επιτρέπει την παρουσίασή τους και τον ταυτόχρονο υποδειγματικό χειρισμό/προσαρμογή τους πάνω στο δικό της αντικείμενο δημιουργώντας για τα ελληνικά δεδομένα πράγματι νέα ιστοριογραφικά παραδείγματα. Καταρχήν, από καθαρά μεθοδολογική πλευρά χρησιμοποιεί εργαλεία της κοινωνικής ιστορίας, της ιστορικής ανθρωπολογίας, της ιστοριογραφίας του φύλου, της πολιτισμικής ιστορίας και κυρίως της προφορικής ιστορίας. Με αρκετή σαφήνεια η ίδια περιγράφει τον μεθοδολογικό της συνθετικό στόχο: δεν είναι μόνο "ο τρόπος παραγωγής", αλλά και πως "αυτός ο τρόπος παραγωγής γίνεται πραγματικότητα, πως βιώνεται από τους εργάτες , τι είδους τροποποιήσεις, προσαρμογές περιέρχονται στην εμπειρία αυτή". Έτσι, στην παραδοσιακή προσέγγισης της εργασίας "ως αποκλειστική ή κυρίως οικονομικό μέγεθος" η Λαμπροπούλου δεν αντιπαραθέτει, αλλά προσθέτει "τις πολιτισμικές προϋποθέσεις" και "την έμφυλη συγκρότηση". Ρητά η έννοια της υποκειμενικότητας παραμένει στο επίκεντρο της συνολικής πραγμάτευσης του θέματος μέσω της επεξεργασίας των προφορικών συνεντεύξεων. Βέβαια, δεν μένει μόνο σε όσα τα υποκείμενα λένε για τους εαυτούς τους, αλλά και όσα λένε άλλα υποκείμενα για αυτά αναδεικνύοντας μια συνολικότερη διαδικασία συγκρότησης της εργατικής/ανδρικής ταυτότητας. Για αυτό το λόγο, χρησιμοποιεί και άλλες πηγές όχι απλά για να επαληθεύσει, αλλά για να καταδείξει "το πυκνό δίκτυο νοημάτων που παράγονται και διακινούνται μέσα στην κοινωνική δράση και ανταλλαγή". Ταυτόχρονα, βοηθά στην διαμόρφωση μέσα στην ελληνική ιστοριογραφία ενός ειδικού πεδίου γύρω από ζητήματα εργατικής και συνδικαλιστικής ιστορίας που απουσιάζει εν γένει ως συγκεκριμένος και διακριτός τομέας της σύγχρονης ιστορίας.
Το βιβλίο συγκαταλέγεται σε εκείνη την ιστοριογραφική σχολή που ασκεί κριτική στην παραδοσιακή μαρξιστική ανάλυση που θεωρεί ως πρότυπο χαρακτήρα της χειραφετημένης εργατικής τάξης με επαναστατικό προορισμό το καθαρά βιομηχανικό προλεταριάτο σε αντίθεση το a priori καθυστερημένο συντεχνιακό. Τον ντετερμινιστικό μαρξισμό που βλέπει ως νομοτέλεια την εξαφάνιση του δεύτερου και προϋπόθεση του εκσυγχρονισμού και της επανάστασης την εμφάνιση του πρώτου. Τέτοιες, προσεγγίσεις είχαν οδηγήσει σε αρκετά στρεβλές απόψεις μέσα στην ελληνική ιστοριογραφία καθώς κατέληγαν ουσιαστικά να αρνούνται την ύπαρξη της μισθωτής εργασίας στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και ουσιαστικά τον καπιταλισμό. Την ίδια στιγμή παρέβλεπαν όλοι αυτοί οι ιστορικοί μαρξιστές ότι, τόσο στο μεσοπόλεμο με τους καπνεργάτες, αρτεργάτες κλπ όσο και στον μεταπόλεμο με τους οικοδόμους, τυπογράφους κλπ, οι εξεγέρσεις, οι απεργίες και η κομμουνιστική αριστερά συνδέθηκαν μάλλον με αυτά τα συντεχνιάζοντα στρώματα παρά με τα καθαρά βιομηχανικά. Η Δ.Λ. συμβάλλει καταλυτικά στην πλήρη αποδόμηση αυτών των απόψεων.
Εκκινούμενη από την αποκαλούμενη ιστορία " απο τα κάτω" θέτει ως αντικείμενο της μελέτης της όχι μια κοινωνική κατηγορία, αλλά το ίδιο το υποκείμενο, δηλαδή τους οικοδόμους. Προτάσσει τους ίδιους τους ανθρώπους μαζί με τα νοήματα και τις απεικονίσεις που φέρουν, αλλά κυρίως μαζί το ίδιο τους το προϊόν. Είναι τα δρώντα υποκείμενα που έχτισαν την Αθήνα, που δεν είναι καθόλου αφανείς ήρωες, αλλά πρωταγωνιστές. Πρωταγωνιστούν ως βασικός πυλώνας στην διαμόρφωση της παραγωγικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης της Ελλάδας, στην ίδια την μορφή της πρωτεύουσας. Η εστίαση της αφήγησης έχοντας πάντοτε ως επίκεντρο τους οικοδόμους ξεκινάει από τα "εξωτερικά" δεδομένα του αντικειμένου της οικοδομικής εργασίας και κινείται, θα λέγαμε, σταδιακά "προς τα μέσα" εντάσσοντας τα ίδια τα υποκείμενα στην αφήγηση για να εστιάσει τελικά πάνω σε αυτούς καθεαυτούς τους οικοδόμους. Ταυτόχρονα, κεντρικό στοιχείο του προβληματισμού της είναι ο ίδιος ο εκσυγχρονισμός ως διαδικασία και στόχο που μετασχηματίζει την πόλη.
Συγκεκριμένα, ξεκινάει στο πρώτο κεφάλαιο με το ζήτημα της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, το ίδιο το πρόβημα της στέγης και την αντιμετώπισή του. Το ζήτημα της ιδιόκτητης κατοικίας είναι σύμφωνα με την Δ.Λ. αποτέλεσμα μιας μακράς ιδεολογικής και πολιτικής επιλογής στήριξης της μικρής ιδοκτησίας εκ μέρους του ελληνικούς κράτους και φυσικά συνδέεται άμεσα με το οξύ στεγαστικό πρόβλημα μια σαφή πλευρά του "κοινωνικού προβλήματος" που δημιούργησε η αστυφυλία λόγω των καταστροφικών και ιδεολογικών συνεπειών του εμφυλίου πολέμου στην ύπαιθρο. Η ρητορική της δεξιάς που συνέδεε το έθνος, την οικογένεια και την κατοικία προσέφερε το πλαίσιο των επίσημων αντιλήψεων οι οποίες συνδέθηκαν με πλειοψηφικές κοινωνικές πρακτικές αναδύοντας "μια ορισμένη δυναμική ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας". Με επίκεντρο την ιδιωτική δραστηριότητα δημιουργούνται δύο τάσεις "η αντιπαροχή και η αυθαίρετη δόμηση". Η δεύτερη αφορούσε κυρίως λαϊκές συνοικίες απομακρυσμένες από το κέντρο. Και οι δύο τάσεις "αποτέλεσαν πρακτικές διαμέσου των οποίων τα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα μπόρεσαν αφενός να εξασφαλίσουν κατοικία, αφετέρου να συμπληρώσουν τα οικογενειακά τους εισοδήματα". Στην πράξη οι οικοδόμοι έφτιαχναν τις πολυκατοικίες στο κέντρο και ταυτόχρονα έφτιαχναν τα αυθαίρετα για τον εαυτό τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο η δυναμική της οικοδομικής παραγωγής περιγράφεται η κατασκευαστική παραγωγή "ως τομέας θέρμανσης και αποθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας", ενώ το οικοδομικό προϊόν ως ένα μαζικό προϊόν. Έτσι, την μεταπολεμική περίοδο η Αθήνα μεταμορφώνεται από πόλη σε αστική περιφέρεια. Παρουσιάζεται η κυρίαρχη άποψη για τον μη παραγωγικό χαρακτήρα της οικοδομής και η εξαίρεση του Βαρβαρέσσου, αλλά και η αποδοχή της ως παραμέτρου της γενικής "προόδου του ανθρώπου".
Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο "Οι οικοδόμοι μέσα από το βλέμμα των άλλων", αρχίζει να αγγίζει το ίδιο το υποκείμενο, αλλά και πάλι με έναν εξωτερικό πρώτα τρόπο. Παρουσιάζει τον λόγο των μηχανικών, την αυτοεικόνα τους ως υπεύθυνους τεχνικούς που εργάζονται για την αναμόρφωση της χώρας και παράλληλα την απαξίωση του οικοδομικού εργατικού δυναμικού. Παρουσιάζει, τους διαχωρισμούς που προκαλεί ο περιορισμένος εκμηχανισμός της κατασκευαστικής παραγωγής αναπαράγοντας σε ένα νέο πλαίσιο τους παραδοσιακούς συντεχνιακούς ρόλους και, επίσης, τις στερεοτυπικές αναπαραστάσεις που ακολουθούν την εικόνα του οικοδόμου, η οποία όμως καταλήγει να είναι πολιτική: ο οικοδόμος "από την πιάτσα, το γιαπί ή το δρόμο, άλλοτε ταράζει την εικόνα του καθημερινού τοπίου, άλλοτε πάλι συμβολίζει τη διαταραχή ως στοιχείο της ιδιοσυστασίας αυτού του τοπίου." Στο τέταρτο κεφάλαιο συσχετίζει την οικοδομική εργασία με την εσωτερική μετανάστευση και παρατηρεί ότι προϋπάρχει σχετική εμπειρία με τον ένα ή τον άλλον τρόπο ήδη στην αγορτική περιφέρεια η οποία επιτρέπει το επόμενο βήμα που είναι η μετάβαση στην Αθήνα με σκοπό την εργασία στην οικοδομή. Σε κάθε περίπτωση οι πολιτικές διώξεις λειτούργησαν καθοριστικά σε αυτήν τη μετάβαση.
Στο πέμπτο κεφάλαιο πραγματεύεται τις "Εργασιακές σχέσεις και την οργάνωση της οικοδομικής παραγωγής". Εδώ επισημαίνει την αύξηση του τεχνικού καταμερισμού των οικοδομικών εργασιών, αλλά το πιο σημαντικό είναι η σύνδεση των ειδικοτήτων με τον καταμερισμό κατά φύλο και ηλικία. Η επιμονή της Λαμπροπούλου στην έμφυλη νοηματοδότηση του οικοδόμου καταδεικνύει ακριβώς ότι η έννοιες που ακολουθούν κάθε εργατική επαγγελματική κατηγορία δεν είναι ουδέτερες από την άποψη του φύλλου ούτε εν γένει πολιτισμικά, αλλά σύμφυτες και αξεχώριστες. Όχι μόνο ο "μπεταντζής" που περιγράφεται στο βιβλίο, αλλά επίσης η "σταφιδού" παλιότερα, θα προσθέταμε εμείς, ή ο "τσαγγάρης", ο αρτεργάτης κ.α., είναι ζωντανές εργατικές ταυτότητες με συγκεκριμένα πολιτισμικά σημαινόμενα τόσο για τα ίδια τα υποκείμενα όσο και για τους άλλους που τα προσλαμβάνουν ζώντας στην ίδια κοινωνία. Στο έκτο κεφάλαιο περιγράφει την κινητικότητα των οικοδόμων μεταξύ της μισθωτής εργασίας και την αυτοαπασχόληση και ιδιαίτερα το σύστημα των υπεργολαβιών. Στο έβδομο κεφάλαιο αναλύοντας τη σχέση της φυσικής ικανότητας με την τεχνική δεξιοσύνη διερευνά πιο επισταμένα τη σωματική σύλληψη της οικοδομικής εργασίας το οποίο φέρει έναν κυρίαρχα χειρωνακτικό χαρακτήρα. Μελετά την καταστροφή του και την καταπόνηση του σώματος "ως συνεκτική ουσία ενός πολιτισμού ανδρικής υπερηφάνειας" μέσα στα γενικότερα τα πλαίσια "ενός ιστορικά διαμορφούμενου ιστορισμού" και της τεχνικής δεξιότητας ως αναπόσπατο στοιχείο της. Εστιάζει στο ζήτημα της κατοχής της τέχνης και στα μυστικά αναδεικνύοντας από άλλη πλευρά την σχέση ταξικότητας/εργασίας/ανδρισμού. Σημειώνουμε την παρατήρησή της για την τάση που παρουσιάζουν οι οικοδόμοι να άρουν την διάκριση του καταμερισμού χειρωνακτικής/διανοητικής εργασίας που επιχειρείται να εμπεδωθεί από τους μηχανικούς καθώς προσλαμβάνουν την εργασία τους ως "τέχνη", δηλαδή όχι μόνο απλά προϊόν εκτελεστικής, αλλά συνάμα και νοητικής διεργασίας.
Στο όγδοο κεφάλαιο πλησιάζει πια αρκετά κοντά το υποκείμενο περιγράφοντας τους οικοδόμους ως ανδρική κοινότητα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της πιάτσας ως ταξικής κοινότητας και ταυτόχρονα κοινότητας ανδρών. Το ένατο κεφάλαιο είναι η συλλογική δράση των οικοδόμων. Θέτει τις πολιτισμικές προϋποθέσεις, τη συνδικαλιστική συγκρότηση και το διεκδικητικό περιεχόμενο. Η αριστερά, οι συγκρούσεις, οι νίκες και οι αποτυχίες των οικοδόμων, ο ρόλος των οικοδόμων στο πολιτικό σκηνικό. Αξίζει η διάκριση σε επίσημο και ανεπίσημο συνδικαλισμό, όπου σημειώνεται ο ρόλος του Λυκιαρδόπουλου, η πολυμέρεια των οικοδομικών οργανώσεων, αλλά και η παρατήρηση της Λαμπροπούλου ότι η διακίνηση των αριστερών ιδεών στο οικοδομικό κίνημα παρουσίαζε μεγαλύτερη ποικιλία από όσο αφήνεται να υπονοηθεί και αφορούσε "ετερόδοξες" αριστερές ομάδες. Και πράγματι, η παρουσία των τροτσκιστών στο σωματείο των Μπετατζήδων τις δεκαετίες 1950-1960 βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια με την δράση των αρχειομαρξιστών σε αυτόν τον κλάδο την περίοδο 1924-1934. Ένας είδος "λαϊκού κομμουνισμού", όπως τον ορίζει, διαμορφωμένου αρχικά στον αγροτικό κόσμο συναρθρώνεται με τον ταξικό λόγο για τα δεινά της εργατικής τάξης και αναπτύσσεται μέσα σε νέες μορφές κοινωνικότητας στην πόλη επιτρέποντας τη μαζική συμμετοχή και τη στράτευση στις αριστερές οργανώσεις και τα συνδικάτα.
Αν και δε δίδεται πολύ μεγάλο βάρος στις αριστερές οργανώσεις ως οργανωμένες και συνειδητές δυνάμεις παρέμβασης και ενεργοποίησης των εργατών, δηλαδή ως "πρωτοπορείες", δεν είναι μια καθαρά ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επικεντρώνει στους "από κάτω" ως φορείς λαϊκών αντιλήψεων και πρακτικών που εμπλέκονται με αριστερές αντιλήψεις, η Λαμπροπούλου δε φαίνεται γενικά να αρνείται μια τέτοια διασύνδεση και μάλλον το πράττει περισσότερο από ό,τι, για παράδειγμα, κάποια άλλα έργα της προφορικής ιστορίας, π.χ. Ρίκη Μπουσχότεν στο Ανάποδα χρόνια: συλλογική μνήμη και ιστορία στο Ζιάκα Γρεβενών (1900-1950). Βέβαια με την προαναφερόμενη συνολικότερη προσέγγισή της εξελίσσει και υπερβαίνει αυτό που ονομάζεται "προφορική ιστορία" και προχωρά σε μια σύνθεση που βασίζεται εν μέρει μόνο σε εργαλεία της προφορικής ιστορίας. Εάν η Λουίζα Πασσερίνι πάντως προσφέρει μια εξατομικευμένη ιστορία των υποκειμένων, η Ρίκι Μπενβενίστε μια πιο συλλογικοποιημένη, η Δήμητρα Λαμπροπούλου προσθέτει σε αρκετό βαθμό την κομματική/πολιτική διασύνδεση. Πλησιάζει -- και αυτό το κάνει συνειδητά -- πιο πολύ σε μια υπέρβαση του σχήματος "από κάτω"/ "από πάνω". Το σχήμα αυτό -- το οποίο εντάχθηκε στη μελέτη της εργατικής ιστορίας με σκοπό να υπερβεί τις κομματικές ιστορίες και ηρωικές αφηγήσεις θεωρώντας τα εργατικά κόμματα έναν απόλυτο πυραμιδωτό, καθετοποιημένο και αδιαμεσολάβητο μηχανισμό εξουσίας πάνω στις αυθόρμητες τάσεις των εργατών -- υποτίμησε αρκετά τη συνθετότητα αυτών των μηχανισμών και την αλληλόδρασή τους με τους εργάτες.
Στο δέκατο κεφάλαιο μελετά την οικοδομική εργασία και τα σώματα των οικοδόμων ως κοινωνικά και πολιτικά διαμφισβητούμενα πεδία χρησιμοποιώντας τις έννοιες της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής για να φτάσει στο ζήτημα περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Στο ενδέκατο κεφάλαιο αναφερόμενη στα κοινωνικά δικαιώματα και την πολιτική σύγκρουση των οικοδόμων όπου τίθεται το αίτημα της κοινωνικής ασφάλισης περιγράφει την απεργία του Δεκεμβρίου του 1960. Στο κεφάλαιο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η άποψη της ότι η συλλογική δράση των οικοδόμων στις αρχές της δεκαετίας του 1960 μπορεί να ιδωθεί ως ένδειξη μιας ευρύτερης τάσης εξέγερσης την οποία εμφανίζει η μεταπολεμική νεολαία. Συγκεκριμένα, η συγκρουσιακότητα της απεργία του Δεκέμβρη 1960 θα αποτελέσει μια από τις καταστατικές στιγμές στη διαδικασία διαμόρφωσης κινηματικής εμπειρίας της πολιτικής. Στο δωδέκατο κεφάλαιο περιέχονται οι ερμηνείες των ίδιων των οικοδόμων για την κοινωνική αλλαγή.
Στον επίλογο του βιβλίου συνοψίζοντας γίνεται αναφορά στη σημερινή κατάσταση του οικοδομικού κλάδου και τις αναλογίες που παρουσιάζει η εποχή των εσωτερικών οικοδόμων μεταναστών με την εποχή των αλβανών οικοδόμων εξωτερικών μεταναστών δίνοντας έτσι τη σκυτάλη στους ιστορικούς του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση αλλάζει τον τρόπο που προσεγγίζουμε την εργατική ιστορία στην Ελλάδα, ενώ πρόκειται για ένα επίκαιρο έργο που δεν αφορά μόνο ιστορικούς, αλλά και τα ίδια τα υποκείμενα στα οποία αναφέρεται και βέβαια στους επιγόνους τους.
raskolnikovgr