1.ΓΕΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ είναι μια συνδικαλιστική οργάνωση που δραστηριοποιείται στην καρδιά της κεντρικής αντίθεσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο που είναι η αντίθεση του Κεφαλαίου με την Εργασία, από τη σκοπιά των συμφερόντων της Εργασίας, της απελευθέρωσής της και της συνολικής κοινωνικής χειραφέτησης.
Η επίθεση αυτή είχε δύο πλευρές, μια υλική και μια ιδεολογική. Η πρώτη στηρίχτηκε στη μείωση της αξίας της Εργασίας, τον περιορισμό των εργατικών δικαιωμάτων και τη διάλυση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, έτσι όπως διαμορφώθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη μείωση των πραγματικών μισθών σε όλον τον κόσμο, την διατήρηση της ανεργίας σε σταθερά υψηλά επίπεδα και τον δραστικό περιορισμό των κοινωνικών δαπανών και του δημόσιου τομέα στην οικονομία. Αυτό οδήγησε στη συμπίεση του εργατικού κόστους στον Καπιταλισμό και τελικά σε μια ευρεία αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του Κεφαλαίου σε παγκόσμιο επίπεδο, εφόσον αυτή η συμπίεση επέτρεψε την αύξηση της κερδοφορίας σε βάρος των εργαζομένων.
Η δεύτερη πλευρά αυτής της επίθεσης είχε ιδεολογικά κυρίως χαρακτηριστικά. Είχε να κάνει με την αποδόμηση όλων των εργατικών ρευμάτων του δυτικού κόσμου -από τα πλέον επαναστατικά έως τα πλέον διαχειριστικά- και τελικά την αμφισβήτηση του ίδιου του κεντρικού χαρακτήρα της αντίθεσης ανάμεσα στο Κεφάλαιο και την Εργασία. Εκφράστηκε μέσα από την αποδυνάμωση και τον περιορισμό του ρόλου των συνδικάτων -ειδικά των ρεφορμιστικών και διαχειριστικών- και την υποχώρηση ή πλήρη ενσωμάτωση των πολιτικών ρευμάτων που αναφέρονταν στον κόσμο της Εργασίας.
Η δεύτερη αυτή πλευρά, έστω κι αν εκπορεύτηκε από το ίδιο το Κεφάλαιο, έγινε από ένα σημείο και μετά υπόθεση και τμημάτων του κοινωνικού κινήματος, τα οποία έσπευσαν ασμένως να θεωρητικοποιήσουν και να υλοποιήσουν την απαγκίστρωσή τους από το ταξικό ζήτημα.
Όπως είναι εύλογο, οι δύο αυτές πλευρές της επίθεσης λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία. Η διαρκής συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος και η υποχώρηση της θέσης των εργαζομένων προκαλούσε αντίστοιχα κρίση στις οργανώσεις του εργατικού κινήματος, οδηγώντας στην αποδυνάμωση και τελικά στην απονομιμοποίησή τους. Με τη σειρά της, η υποχώρηση του οργανωμένου τμήματος του εργατικού κινήματος καθιστούσε την Εργασία πιο ευάλωτη στις επιθέσεις του Κεφαλαίου. Οι δύο αυτές συνθήκες όρισαν αυτό που ονομάστηκε κυριαρχία του φιλελεύθερου μοντέλου στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και στην πρώτη δεκαετία του 21ου.
Η κρίση που ξέσπασε στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα το Φθινόπωρο του 2008 και επεκτάθηκε ταχύτατα σε κάθε πεδίο της οικονομίας, σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την ιδεολογική ηγεμονία του φιλελευθερισμού. Σηματοδοτεί παράλληλα το ξέσπασμα ενός χαμηλούς έντασης παγκοσμίου πόλεμου, μέσα στον οποίον η Εργασία γίνεται η παραγωγική δύναμη που καταστρέφεται προκειμένου να ανακάμψει ο καπιταλισμός. Οι αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν την τελευταία δεκαετία είναι λογικό να συνδέονται με την κοινωνική δυσαρέσκεια και τις ανάγκες που γεννά η νέα φτώχεια και η οικονομική πάλη των κοινωνιών επιστρέφει στο προσκήνιο. Με τον τρόπο αυτό μια νέα φάση του ταξικού ανταγωνισμού ξεκινά σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως είναι φυσικό, στη φάση αυτή το Κεφάλαιο και η Εργασία μεταφέρουν τον συσχετισμό δύναμης που κληρονόμησαν από την προηγούμενη 20ετία. Είναι ωστόσο σαφές ότι οι άμεσες οικονομικές οργανώσεις των εργαζομένων ανασυγκροτούνται και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, αναζητώντας ξανά μια στρατηγική που θα τους επιτρέψει να διεξάγουν αποτελεσματικά την ταξική πάλη. Από τη μορφή που τελικά θα αποκτήσει ο κύριος όγκος των οικονομικών ενώσεων και διεκδικήσεων των εργαζομένων θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό και οι κοινωνικοί συσχετισμοί που θα λάβουν χώρα από εδώ και μπρος.
Σε κάθε περίπτωση, το ξέσπασμα αυτού του νέου γύρου του ταξικού ανταγωνισμού καθιστά απολύτως ανενεργές έως και γραφικές όλες εκείνες τις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του αντικαπιταλιστικού κινήματος και ξεκινούσαν από την αμφισβήτηση της προτεραιότητας του οικονομικού και του ταξικού ζητήματος στην κοινωνική οργάνωση και έφθαναν μέχρι του σημείου να αμφισβητήσουν συνολικά την έννοια της τάξης και του ταξικού αγώνα. Περισσότερο από ποτέ, το ζήτημα της κοινωνικής αντιπαράταξης είναι σήμερα ζήτημα οργάνωσης της τάξης.
1.2 Η ελληνική περίπτωσηΣε αυτό το πεδίο, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από ορισμένες ιδιοτυπίες. Η μία από αυτές είναι η έκταση της κρίσης και η επακόλουθη επιθετικότητα του Κεφαλαίου. Η ελεγχόμενη χρεοκοπία του ελληνικού Κράτους στις αρχές του 2010, άνοιξε έναν κύκλο εφ όλης της ύλης επίθεσης στα δικαιώματα της Εργασίας, ευρύτερο από αυτόν που εξελίσσεται στα περισσότερα σημεία του κόσμου. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που κήρυξαν το Κεφάλαιο το Κράτος συνεπικουρούμενα από τους μηχανισμούς της προπαγάνδας, δεν συνιστά τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια οικονομική δικτατορία η οποία συνοδεύεται από μέτρα έντονου κοινωνικού και πολιτικού αυταρχισμού. Η συνθήκη αυτή γεννά ένα νέο και πιο περίπλοκο πλέγμα καθηκόντων για το αντικαπιταλιστικό κίνημα προκειμένου να αναδείξει τις κοινωνικές ανάγκες σε αντιπαράθεση με τις ανάγκες του Κεφαλαίου και να οργανώσει τη δυσαρέσκεια. Η υπόθεση αυτή αποκτά επιπρόσθετες δυσκολίες δεδομένης της χαμηλής ρύθμισης του ελληνικού καπιταλισμού σε σχέση με την πλειονότητα των δυτικών καπιταλισμών (άρα της επικέντρωσης της καπιταλιστικής επίθεσης σε πολύ πρωτογενή και στοιχειώδη δικαιώματα της Εργασίας), αλλά και της κατάστασης στην οποία βρίσκεται το εργατικό και το αντικαπιταλιστικό κίνημα. Το μεν εργατικό, ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τον κρατικό και εργοδοτικό συνδικαλισμό (ΓΣΕΕ), με μικρούς θύλακες του γραφειοκρατικού (ΑΔΕΔΥ) και του κομματικού συνδικαλισμού (ΠΑΜΕ), το δε αντικαπιταλιστικό βρίσκεται στο πέλαγος μιας σύγχυσης η οποία υποτιμά -αν δεν παραγνωρίζει- κάθε στοιχείο ταξικής οργάνωσης αν όχι και ταξικής διάστασης της πάλης του. Σχετικά με το κρατικό και εργοδοτικό τμήμα του συνδικαλιστικού κινήματος, η ύπαρξή του συνιστά μια de facto διάσπαση της εργατικής τάξης, ανάμεσα στα «αριστοκρατικά» κομμάτια του και την «πλέμπα», το «δημόσιο» και το «ιδιωτικό», τους έχοντες και τους μη έχοντες δικαιώματα κ.λπ.
Ένα σημαντικό στοιχείο της ταξικής πάλης στην Ελλάδα είναι η παράδοση του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος, η οποία αναπαραγόμενη επιβεβαιώνει συγκεκριμένους συσχετισμούς τόσο στο εσωτερικό του όσο και μέσα στην ελληνική κοινωνία. Το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, δημιουργήθηκε περισσότερο ως παράρτημα του πολιτικού κινήματος παρά ως άθροισμα ή πολύ περισσότερο γινόμενο των τάσεων που αναπτύσσονταν μέσα στους χώρους εργασίας, τα διάφορα συνδικάτα και σωματεία και τις τοπικές οργανωμένες συγκροτήσεις του εργατικού κινήματος. Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες χώρες του κόσμου -και ιδιαίτερα στις μεσογειακές και τις λατινικές- στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ συνδικαλιστική δημοκρατία που να εμπεριέχει διακριτές στρατηγικές και οργανωτικά μορφώματα ούτε συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες βασισμένες στην ποικιλία των αντιλήψεων που αναπτύσσονται μέσα στο εργατικό κίνημα. Ολόκληρο το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται παγιδευμένο μέσα σε ένα οργανωτικό μονοπώλιο, την ΓΣΕΕ, μέσα στο πλαίσιο του οποίου κινούνται οι διαφορετικές πολιτικές και κατ' ουσία κομματικές στρατηγικές. Επιπλέον, το συνδικαλιστικό αυτό μονοπώλιο επιλέγει ένα κάθετο διαχωρισμό ανάμεσα σε εργαζόμενους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, ο οποίος με τη σειρά του περιορίζει ακόμα περισσότερο την αλληλέγγυα λειτουργία του συνδικαλισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Στην πορεία, το συνδικαλιστικό αυτό μονοπώλιο πέρασε από τον στενό εναγκαλισμό με τα πολιτικά κόμματα στην βαθιά εξάρτηση από το Κράτος και τον θεσμικό ρόλο που του αποδίδεται μέσα στις λειτουργίες του. Μέσα από την παγίωση συνδικαλιστικών λειτουργιών που έχουν ευθέως να κάνουν με την ταξική συνεργασία και την συνδιαχείριση, έχουμε φθάσει στο σημείο που στην Ελλάδα ο συνδικαλισμός ασκείται μονοπωλιακά μέσα από τους μηχανισμούς του Κράτους. Αυτή η κυριαρχία του Κρατικού Συνδικαλισμού αποτελεί μια ιδιαιτερότητα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, η οποία βρίσκει ιστορικό ανάλογα μόνο στη φασιστική Ιταλία της δεκαετίας του '30 και στον φρανικικό συνδικαλισμό του μεταπολέμου.
Η σχεδόν μονοπωλιακή κυριαρχία του κρατικού συνδικαλισμού, δημιούργησε αρκετές φυγόκεντρες τάσεις μέσα στο αντικαπιταλιστικό κίνημα. Ωστόσο, ελάχιστα ή καθόλου στράφηκαν αυτές στη δυνατότητα συγκρότησης διαφορετικών συνδικαλιστικών δομών μέσα στους χώρους εργασίας. Η ηγεμονία της πολιτικής επί της οικονομικής οργάνωσης, που αποτελεί επίμονη σταθερά στην Ελλάδα, βρήκε στο αντικαπιταλιστικό κίνημα μια σχεδόν παραληρηματική έκφραση που είχε ως απόληξη τον κωμικό πολιτικό υπερπληθωρισμό που παρατηρείται σήμερα την Αριστερά και τον αναρχικό χώρο. Πλήθος οργανώσεων και συλλογικοτήτων, συχνά χωρίς την παραμικρή παρέμβαση στους χώρους εργασίας, συνωστίζεται στον αντικαπιταλιστικό χώρο, προτείνοντας η καθεμία ένα διαφορετικό επαναστατικό σχέδιο το οποίο κατά κανόνα αναπτύσσεται έξω από την κοινωνία την οποία καλεί με τη σειρά της να βγει από τον εαυτό της και να προσχωρήσει σε αυτό. Όπως είναι εύλογο, σε αυτό το πλαίσιο καλλιεργήθηκε ένα πλήθος αντι-συνδικαλιστικών αντιλήψεων οι οποίες στην πορεία εξελίχθηκαν σε ανοιχτά διαταξικές αντιλήψεις και απόψεις που αμφισβητούν τον κεντρικό χαρακτήρα της ταξικής πάλης στον κοινωνικό ανταγωνισμό μέσα στον Καπιταλισμό. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αντιλήψεις αυτές χρησιμοποίησαν το σύνολο της λογικής του φιλελεύθερου μεταμοντερνισμού, φτιασιδώνοντάς την απλά με ριζοσπαστικές δράσεις ή αναφορές. Στην Ελλάδα η παρουσία αυτών των ρευμάτων είναι δυσανάλογα μεγάλη με την κοινωνική τους σημασία και αυτό αποτελεί μια εγγενή αδυναμία του αντικαπιταλιστικού κινήματος, η οποία εκφράζεται τόσο στη δράση του όσο και στις δομές και τη λειτουργία του.
Για εμάς, η υπέρβαση αυτής της αδυναμίας περνάει μέσα από την οργανωμένη συγκρότηση των δύο ρευμάτων που αποτελούν τη φυσική αντικαπιταλιστική οργάνωση των εργαζομένων μέσα στους χώρους δουλειάς με κατεύθυνση ολόκληρη την κοινωνία: του επαναστατικού συνδικαλισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού. Αυτός είναι ο λόγος, που εργαζόμενοι με διαφορετική πολιτική καταγωγή και προερχόμενοι από ξεχωριστούς επαγγελματικούς χώρους, προχωράμε στην ίδρυση μιας τέτοιας οργανωμένης κίνησης. Η κίνηση αυτή είναι η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ.
2. ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ
Σχετικά με την ίδια τη σημασία του αναρχοσυνδικαλισμού εξακολουθούν να επιβιώνουν μια σειρά από παρανοήσεις, στερεότυπα και παρερμηνείες. Ειδικότερα στην Ελλάδα, όπου η ιστορική παράδοση του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού είναι μικρή, οι παρανοήσεις αυτές πολλαπλασιάζονται καταλήγοντας τελικά σε μια πλήρη διαστρέβλωση του ρεύματος, των θέσεων και των αντιλήψεών του. Για κάποιους ο αναρχοσυνδικαλισμός είναι το ρεύμα που έδρασε στην Ισπανική Επανάσταση -έτσι ώστε κάθε τι που συνέβη στην Ισπανία από το ελευθεριακό κίνημα να χρεώνεται σε κάποια τάχα αναρχοσυνδικαλιστική αντίληψη- για άλλους είναι το αποτέλεσμα που παράγεται όταν οι «αναρχικοί ασχολούνται με τον συνδικαλισμό», ενώ δεν λείπουν και πιο γκροτέσκες εκδοχές: διευθυντής μεγάλης ελληνικής εφημερίδας μιλούσε πρόσφατα για την «άνθηση του αναρχοσυνδικαλισμού», αναφερόμενος κυρίως σε αντι-συνδικαλιστικές δράσεις που αναπτύσσονταν στους εργασιακούς χώρους, ενώ λίγο αργότερα η υπουργός Γεωργίας αποκαλούσε «αναρχοσυνδικαλισμό» την δράση των παραγωγών καπνού, μπερδεύοντάς τον πιθανότατα με τον αγροτοσυνδικαλισμό.
Στη διαδικασία συγκρότησης του αναρχοσυνδικαλιστικού ρεύματος με οργανωμένο τρόπο είναι σημαντικό να γίνουν οι απαραίτητες διευκρινήσεις, σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι από όλα όσα (δεν ) τίθενται σε αυτή τη συζήτηση ο αναρχοσυνδικαλισμός.
2.1 Η αναγνώριση της προτεραιότητας του οικονομικού αγώνα και της οικονομικής οργάνωσης της τάξης
Οι αναρχοσυνδικαλιστές υποστηρίζουμε ότι στη βάση της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εκμετάλλευση και η καταπίεση είναι πάντα οικονομική. Στην πραγματικότητα βασίζονται στην κυριαρχία του Κεφαλαίου πάνω στην Εργασία, η οποία είναι καθολική και σε όλον τον πλανήτη. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων πάνω στη Γη παράγουν τον πλούτο της με την χειρωνακτική και την πνευματική εργασία τους, την ίδια στιγμή που μία πολύ μικρή μειονότητα τον συγκεντρώνει, τον νέμεται, τον διανέμει και τον ελέγχει. Οι πρώτοι, που αποτελούν τον κόσμο της Εργασίας, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα παραπάνω από σκλάβοι με μισθό, εξαναγκασμένοι. Είναι μία τάξη υπό κατοχή.
Από την οικονομική κυριαρχία του Κεφαλαίου επί της Εργασίας πηγάζει και κάθε άλλη κυριαρχία και εκμετάλλευση μέσα στον Καπιταλισμό. Η κρατική κυριαρχία, η οποία υπάρχει για να προστατεύει και να αναπαράγει την οικονομική κατοχή. Η κυριαρχία πάνω στο περιβάλλον που απειλεί να τινάξει τον πλανήτη στον αέρα. Η φαλλοκρατική, η ρατσιστική και η εθνικιστική κυριαρχία, οι οποίες γεννήθηκαν με εντελώς οικονομικά κριτήρια και αν και αυτονομήθηκαν στην πορεία, εξακολουθούν να υπηρετούν συγκεκριμένες πτυχές της οικονομικής κυριαρχίας. Η πολιτιστική, πολιτισμική και πνευματική κυριαρχία, όπως και η θρησκευτική, που στοχεύουν στην ενσωμάτωση των καταπιεζόμενων στην κοινωνία της οικονομικής κυριαρχίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η κύρια πάλη του κόσμου της Εργασίας μέσα στον καπιταλισμό είναι η οικονομική πάλη και η ανώτερη μορφή οργάνωσή του είναι η οικονομική οργάνωση και μάλιστα αυτή που συντελείται μέσα στους ίδιους τους χώρους που συντελείται η εκμετάλλευση: τους χώρους της δουλειάς. Ανώτερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης επομένως, είναι το συνδικάτο.
Ο αναρχοσυνδικαλισμός καθόλου δεν υποτιμά την ανάγκη να υπάρξει συντονισμένη δράση απέναντι σε κάθε άλλη μορφή κυριαρχίας και καταπίεσης μέσα στον καπιταλισμό. Την αντιλαμβάνεται ωστόσο ως τμήμα του αγώνα για την κοινωνική χειραφέτηση που συντελείται μόνο μέσα από την οικονομική απελευθέρωση.
2.2 Ένας άλλος τρόπος για να κάνουμε συνδικαλισμό
Ο συνδικαλισμός από την συγκρότησή του ως κίνημα της εργατικής τάξης και μέχρι σήμερα παραμένει η μαζικότερη μορφή οργάνωσης του κόσμου της Εργασίας. Η συνθήκη αυτή δεν αναιρέθηκε ποτέ, ανεξάρτητα εάν ήταν ο συνδικαλισμός ή η πολιτική που ηγεμόνευε μέσα στο εργατικό κίνημα.. Αυτό που άλλαξε ωστόσο, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ήταν ο χαρακτήρας των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της δράσης του. Ενσωματωμένα στο «κοινωνικό συμβόλαιο» που πρότεινε ο καπιταλισμός, υποταγμένα στην κυριαρχία της πολιτικής –όπως επέβαλε η σοβιετική πολιτική-, συρρικνωμένα από την ήττα του των προπολεμικών επαναστατικών τους σχεδίων, τα συνδικάτα απώλεσαν συν τω χρόνω τη βασική λειτουργία για την οποία δημιουργήθηκαν και ήταν η οργάνωση της εργατικής αλληλεγγύης σε διεπαγγελματική βάση και η συγκρότηση εργατικών δομών έτοιμων να αποτελέσουν την εναλλακτική λύση στην κοινωνία του Κεφαλαίου. Σε όλη την Ευρώπη, μετατράπηκαν –άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο- σε μηχανισμούς συνδιαχείρισης, προορισμένων να υπερασπίζονται υποτυπώδη δικαιώματα συχνά σε συντεχνιακή ή στενά κλαδική βάση.
Ο αναρχοσυνδικαλισμός διεκδικεί την επιστροφή του συνδικαλισμού στις επαναστατικές του ρίζες. Αποτελεί ένα κίνημα το οποίο ουδέποτε υποτιμά την καθημερινή δράση στους χώρους δουλειάς, ακόμα και για το μικρότερο δικαίωμα, αλλά και ουδέποτε την αποκόπτει από την ανάγκη για διαρκή επέκταση της εργατικής αλληλεγγύης και την ανάγκη για τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό και την κατάργηση των τάξεων.
Ταυτόχρονα, ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν αναφέρεται ούτε σε στενά επαγγελματικά δικαιώματα, ούτε ακόμα στα δικαιώματα όσων «εργάζονται». Πολύ πέρα από τη μηχανική –και τελικά διόλου ταξική- αντίληψη σχετικά με το τι αποτελεί την εργατική τάξη, ο αναρχοσυνδικαλισμός παρεμβαίνει συνολικά στη σχέση Κεφαλαίου και Εργασίας μέσα στην κοινωνία και φιλοδοξεί να οργανώσει σε επαναστατική βάση όσους αναφέρονται στην Εργασία και υπόκεινται στην οικονομική κατοχή του Κεφαλαίου. Τέτοιοι μπορεί να είναι όσοι καταφέρνουν να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη και δουλεύουν αλλά και όσοι παροδικά ή μόνιμα αδυνατούν να την πουλήσουν και είναι άνεργοι. Επίσης, όσοι εξαρτούν την επιβίωσή τους από την πώληση της εργατικής δύναμης των οικείων τους ή «εκπαιδεύονται» για την παραγωγή (νέοι, φοιτητές, σπουδαστές, μαθητές), αλλά και οι απόμαχοι της Εργασίας.
Αντιλαμβανόμενος την οικονομική πάλη στον καπιταλισμό ως κεντρική και τις οικονομικές οργανώσεις της εργατικής τάξης ως τις ανώτερες εργατικές οργανώσεις, ο αναρχοσυνδικαλισμός δεν παραιτείται από το δικαίωμα της παρέμβασης σε καμία άλλη πτυχή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Παλεύει για την οργάνωση του αντιρατσιστικού και του αντιεθνικιστικού αγώνα, συγκροτεί φεμινιστικές κινήσεις και κινήσεις ενάντια στην ομοφοβία, συμμετέχει στους οικολογικούς αγώνες, επιχειρώντας πάντα να αναδείξει την ταξική διάσταση των αγώνων αυτών και να εμποδίσει τη μετατροπή τους σε αποκομμένες κοινωνιακές νησίδες.
2.3 Ένα σχέδιο οργάνωσης για την κοινωνία
Ο αναρχοσυνδικαλισμός υποστηρίζει ότι το συνδικάτο οφείλει να είναι το πρόπλασμα και ο πυρήνας της νέας κοινωνίας. Για το λόγο αυτό «δανείζεται» από αυτήν τις δομές, την λειτουργία, την οργάνωση και τις κοινωνικές σχέσεις.
Πεπεισμένοι ότι οποιαδήποτε καθετοποιημένη δομή αναπαράγει κάθετες ιεραρχίες μέσα στην κοινωνία, οι αναρχοσυνδικαλιστές επιλέγουμε την οριζόντια οργάνωση της ομοσπονδίας. Ταυτόχρονα, αναφερόμενοι σε μια κοινωνία ουσιαστικής υπευθυνότητας, απορρίπτουμε την απουσία δομών και λειτουργούμε με βάση την αρχή της άμεσης δημοκρατίας, μέσα σε ένα πλαίσιο ισοτιμίας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις.
Η αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση φιλοδοξεί επίσης να καταστεί η εναλλακτική οργάνωση του κόσμου της Εργασίας σε όλα τα επίπεδα, για αυτό παλεύει για τη δημιουργία από σήμερα κιόλας εναλλακτικών εσωτερικών δομών, στα πεδία του πολιτισμού, της εκπαίδευσης, της αυτό-μόρφωσης, των κοινωνικών σχέσεων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της περίθαλψης κ.ά., με στόχο αυτές οι δομές να αντικαταστήσουν ομαλά τις κεφαλαιοκρατικές και κρατικές δομές του καπιταλισμού μετά το ξεπέρασμά του. .
2.4 Ένα εργαλείο για την σοσιαλιστική αυτοδιαχείριση και τον κομμουνισμό
Διακηρυγμένος στόχος του αναρχοσυνδικαλισμού είναι ο κοινωνικός μετασχηματισμός και το πέρασμα στην κοινωνία της εργατικής αυτοδιαχείρισης και τελικά στον κομμουνισμό. Το αναρχοσυνδικαλιστικό συνδικάτο αποτελεί εργαλείο για αυτό και έχει ως τελικό μέσο την Γενική Επαναστατική Απεργία.
Ωστόσο, ο επαναστατικός κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι για τον αναρχοσυνδικαλισμό ένας στόχος που παραπέμπεται στο απώτερο μέλλον. Αντίθετα, η καθημερινή αναρχοσυνδικαλιστική δράση κατευθύνεται προς την διαρκή αλλαγή των δομών και την προετοιμασία της νέας κοινωνίας. Οι διεκδικήσεις στους καθημερινούς αγώνες αφορούν τόσο την επίλυση άμεσων προβλημάτων του κόσμου της Εργασίας και την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής του όσο όμως και την αποδόμηση της καπιταλιστικής λογικής.
Το ίδιο το συνδικάτο γίνεται ο φορέας και ο οργανωτής της κοινωνικής αλλαγής, μετατρέποντας την ομοσπονδία του σε ομοσπονδία όλων των παραγωγών και τελικά ομοσπονδία των ανθρώπων.
Στη σημερινή κοινωνία, το σύνθημά μας είναι: ενάντια στον ανταγωνισμό, η αλληλεγγύη !
Για την αυριανή κοινωνία, το σύνθημά μας είναι: για την ελευθερία του καθενός και την ισότητα όλων !
3. Η ΔΟΜΗ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ εντάσσεται στην αναρχοσυνδικαλιστική παράδοση, αποδέχεται τις αξίες, τις αρχές και τις μεθόδους της και οι στόχοι της ταυτίζονται με τους στόχους του αναρχοσυνδικαλισμού. Ως εκ τούτου στόχος της είναι η συγκρότηση ξεχωριστής αναρχοσυνδικαλιστικής συνομοσπονδίας με συνδικάτα σε κάθε χώρο δουλειάς και δια αυτής ο επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, η εργατική αυτοδιαχείριση και ο κομμουνισμός. Οι πραγματικές συνθήκες όμως μέσα στο εργατικό κίνημα και η επιρροή του αναρχοσυνδικαλιστικού ρεύματος μέσα σε αυτό επιβάλλουν ένα πλαίσιο λειτουργίας που να υπηρετεί αυτό το στόχο και να μην υπονοεί τη συγκρότηση του έξω από την ίδια την κοινωνική κίνηση. Για τούτο, σε αυτή τη φάση, η οργανωτική λειτουργία και η δράση του προσαρμόζονται στις δεδομένες συνθήκες χωρίς να βγαίνουν από τις διακηρύξεις και τις αρχές μας.
3.1 Συνδικαλιστική οργάνωση μελών
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ δεν είναι συνδικάτο. Αποτελεί συνδικαλιστική οργάνωση μελών με δημόσια λειτουργία στους χώρους εργασίας τους και τα συνδικάτα που δραστηριοποιούνται σε αυτούς. Τα μέλη του προπαγανδίζουν τις αρχές του αναρχοσυνδικαλισμού και του επαναστατικού συνδικαλισμού και αναπτύσουν δράση σε αυτό το πλαίσιο. Μέσα στα σωματεία αναπτύσσουν και συμμετέχουν σε συνδικαλιστικές κινήσεις, είτε αυτόνομα είτε σε συμμαχία με άλλες ταξικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και εργαζόμενους. Κριτήριο των συμμαχιών μας στους χώρους δουλειάς δεν είναι η στενή ιδεολογική συγγένεια, αλλά η συγγένεια στη δράση και η ταξική διάσταση της παρέμβασης στους χώρους δουλειάς και τα σωματεία.
Ως συνδικαλιστική οργάνωση, η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ επιλέγει την εσωτερική δομή και λειτουργία ενός συνδικάτου, στην προοπτική δημιουργίας του. Επομένως συγκροτεί κλαδικές, τοπικές και θεματικές οργανώσεις. Οι κλαδικές οργανώσεις του δεν συγκροτούνται σε στενά επαγγελματική βάση, αλλά επιχειρούν να ενώσουν εργαζόμενους από όλη την πυραμίδα της παραγωγής, σπάζοντας στην πράξη την καθετοποίησή της που προτείνει ο καπιταλισμός και αποδέχονται ασμένως τα γραφειοκρατικά συνδικάτα. Σε αυτές συμμετέχουν επίσης άνεργοι ή εκπαιδευόμενοι μελλοντικοί εργαζόμενοι. Οι κλαδικές οργανώσεις δεν περιορίζονται στη συμμετοχή σε αγώνες του κλάδου, αλλά προχωράνε στην επεξεργασία αντιλήψεων για την παραγωγική ή την επιστημονική εξέλιξη του κλάδου και την κοινωνικοποίηση του χαρακτήρα του. Οι τοπικές οργανώσεις συγκροτούνται στη βάση μιας πόλης ή μιας περιοχής και παρεμβαίνουν σε κάθε ζήτημα του ταξικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται κατά περιοχή. Οι θεματικές οργανώσεις, παρεμβαίνουν σε περιφερειακά ή ειδικά ζητήματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αναδεικνύουν τον ταξικό χαρακτήρα τους και παλεύουν για τη σύνδεσή τους με την οικονομική πάλη και τον επαναστατικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις, η δράση των μελών της ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ δεν έχει μελλοντολογικό ή χιλιαστικό χαρακτήρα, αλλά στοχεύει στην άμεση βελτίωση, ακόμα και τη μικρότερη, των υλικών όρων της ζωής των εργαζομένων.
3.2 Πάλη για το σπάσιμο του συνδικαλιστικού μονοπωλίου
Εκτιμώντας τον μονοπωλιακό χαρακτήρα του κρατικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού στην Ελλάδα ως βασικό εμπόδιο για την ταξική πάλη, η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ, παλεύει για το ξεπέρασμά του και τη συγκρότητηση μιας εναλλακτικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας με αναφορά τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, σε ταξική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Κάθε έκκληση για την «οργανωτική ενότητα» του εργατικού και του συνδικαλιστικού κινήματος μέσα από τη ΓΣΕΕ, είναι για εμάς στην πραγματικότητα έκκληση για την διατήρηση της ουσιαστικής και πολυδιάστατης διάσπασης της εργατικής τάξης, για την οποία η ΓΣΕΕ φέρει ακέραια ευθύνη. Όσοι υπερασπίζονται την οργανωτική ενότητα γύρω από την ΓΣΕΕ ως άμυνα στην επίθεση του Κεφαλαίου, αποδέχονται υποκριτικά τη διάσπαση των εργαζομένων σε δημόσιους και ιδιωτικούς, σε έχοντες και μη έχοντες δουλειά, σε παλιούς με ασφαλιστικά δικαιώματα και νέους χωρίς ασφαλιστικά δικαιώματα, αποδέχονται την ύπαρξη εργοδοτικών σωματείων – σφραγίδων που εμποδίζουν και καταστέλλουν τη δράση ταξικών σωματείων.
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ θεωρεί την ΓΣΕΕ ανοιχτά εχθρικό μηχανισμό και την ΑΔΕΔΥ και το ΠΑΜΕ ανεπαρκείς οργανώσεις που δεν έχουν ούτε την πρόθεση ούτε τη δυνατότητα να συγκρουστούν με τον κρατικό και τον εργοδοτικό συνδικαλισμό. Τα μέλη μας συμμετέχουν στα σωματεία στους χώρους δουλειάς, αλλά κάνουν δημόσια και καθαρή τη θέση τους για την ανάγκη ρήξης με τη ΓΣΕΕ και τη συγκρότητηση διακριτών συνικαλιστικών δομών έξω από αυτήν.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ συγκροτεί μόνιμες εργατικές κινήσεις διαλόγου και κοινής δράσης και παλεύει για τη δημιουργία εργασιακών και απεργιακών επιτροπών ανεξάρτητων από τα θεσμικά όργανα σε κάθε χώρο δουλειάς.
3.3 Συγκρότηση ενός προγράμματος άμεσων διεκδικήσεων
Η καθημερινή συνδικαλιστική δράση για κάθε ζήτημα που προκύπτει στους χώρους εργασίας, καλύπτεται από ένα πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων για το σύνολο της τάξης. Στη σημερινή περίοδο αυτό έχει να κάνει με την πάλη ενάντια στις απολύσεις, την αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων μέσα από πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και τον περιορισμό του χρόνου εργασίας σύμφωνα με τις ανάγκες των εργαζομένων και της κοινωνίας και όχι του εκβιασμού της ανεργίας που θέτει το Κεφάλαιο.
Παράλληλα, μέσα στα συνδικάτα παλεύουμε για τη συγκρότηση κινήσεων που θα εναντιώνονται ανοιχτά στις οργανώσεις και τους μηχανισμούς του Κεφαλαίου. Επειδή η εργατική τάξη είναι ικανή να παράγει πολιτική για τον εαυτό της, δεν εκχωρούμε σε κανέναν εκτός από τα συνδικάτα το προνόμιο να διεξάγει τον αγώνα ενάντια στην πολιτική του ελληνικού Κράτους, την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Θεωρούμε τους μηχανισμούς αυτούς εχθρικούς προς την Εργασία και οργανώνουμε την πάλη εναντίον τους μέσα σε κάθε χώρο δουλειάς.
3.4 Παρέμβαση σε κάθε πτυχή του κοινωνικού κινήματος
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ συμμετέχει σε κάθε πτυχή του κοινωνικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένου του φοιτητικού, του αντικατασταλτικού, του κινήματος για το περιβάλλον και των κινημάτων ενάντια στον εθνικισμό, τον πόλεμο και κάθε μορφής φυλετικό ή κοινωνικό ρατσισμό, συγκροτώντας κατά περίπτωση και ανάλογες θεματικές οργανώσεις. Δεν θεωρούμε κανένα από αυτά τα κινήματα αποκομμένο απο την ταξική πάλη και στο πλαίσιό τους, πλάι στον όποιο ανθρωπιστικό χαρακτήρα, παλεύουμε για την ανάδειξη των συμφερόντων της Εργασίας. Για τον ίδιο λόγο, παλεύουμε και για την συγκρότηση ανάλογων κινήσεων μέσα στους χώρους εργασίας και τα συνδικάτα.
3.5 Συμμετοχή στις διεθνείς διαδικασίες του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος
Η ΑΝΑΡΧΟΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ – ΡΟΣΙΝΑΝΤΕ είναι οργάνωση διεθνιστική και αντιλαμβάνεται την κοινότητα των εργατικών συμφερόντων ως παγκόσμιο και όχι εθνικό ζήτημα. Για τον λόγο αυτό αναπτύσσει σχέσεις συνεργασίας και συντροφικότητας με αναρχοσυνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, οργανώσεις και κινήσεις σε όλον τον κόσμο. Εκτιμάμε ως πολύ θετική την διαδικασία επαναμαζικοποίησης του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη μέσα στην τελευταία 10ετία και αγωνιζόμαστε με τις δυνάμεις μας για την ανανέωσή του χωρίς γραφειοκρατικοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό εκτιμούνται οι διεθνείς επαφές μας και οι τυχόν συμμετοχές μας σε διεθνείς αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες.