Ανάλογες εκδηλώσεις αποτελούν ελληνική «πρωτοτυπία» στην Ευρώπη. «Παρελάσεις στην Ευρώπη δεν υπάρχουν. Υπάρχουν στα κράτη που έχουν ένα δύσκολο παρελθόν ή ένα συμπλεγματικό «παρών», τονίζει στο tvxs.gr ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Δημήτρης Χριστόπουλος, o οποίος προσθέτει: «Κατεξοχήν, παρελάσεις βλέπουμε στην Τουρκία, για παράδειγμα, όπου υπάρχει μια λατρεία της σημαίας, και όχι απλώς αυτό αλλά κι ένας μιλιταρισμός κυρίαρχος μέσα στην ίδια την πολιτική ζωή, δηλαδή το πολίτευμα το ίδιο είναι μιλιταριστικού χαρακτήρα. Αποτελεί ζητούμενο για την Ελλάδα σήμερα η αυτοπεποίθηση ότι εν πάσει περιπτώσει είναι μια πολιτική ενότητα ιδανικών και αξιών, και αυτό που ενώνει την πολιτική κοινότητα δεν είναι ο μιλιταρισμός της και ο στρατός της αλλά η στοχοπροσήλωση σε κάποιες αξίες. Και με αυτή την έννοια είναι κρίσιμος ο συμβολισμός. ‘Τι μας ενώνει’, δηλαδή».
Οι μαθητικές παρελάσεις «έχουν την επιπρόσθετη ιδιαιτερότητα ότι αφορούν σε ανήλικα άτομα, τα οποία έχουν περιορισμένη δυνατότητα να διαπραγματευτούν να αρνηθούν τη συμμετοχή υπό το φόβο του στιγματισμού σε μια διαδικασία αυτού του στρατιωτικού τύπου αντίληψης της συνύπαρξης που είναι προβληματική, κάτι που εντοπίζουν και οι παιδοψυχολόγοι: Αποτελεί πρόβλημα στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται η ελεύθερη προσωπικότητα του παιδιού».
Αλλά και οι στρατιωτικές παρελάσεις, έως σήμερα, κόστιζαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη 7 εκατ. ευρώ ετησίως. Το υπουργείο Εθνικής Άμυνας ανακοίνωσε ότι από εδώ και στο εξής, χάριν περικοπών, θα μετέχουν μόνο πεζοπόρα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Αναμφισβήτητα, με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται μια οικονομική «ανάσα» για το ελληνικό Δημόσιο και μια καλύτερη «μοίρα» για τα χρήματα των φορολογούμενων. Ωστόσο, η εναντίωση απέναντι σε εκδηλώσεις που έχουν τις ρίζες τους σε καθαρά φασιστικού τύπου αντιλήψεις είναι αν μην τι άλλο και ιδεολογικά νομιμοποιημένη.
«Το επιχείρημα για την περικοπή κονδυλίων στις στρατιωτικές παρελάσεις έχει οικολογικό και δημοσιονομικό περιεχόμενο. Πέραν τούτου υπάρχει κι ένα επιχείρημα εντελώς ιδεολογικό εναντίον αυτής της εκδήλωσης, η οποία με στοιχειώδους όρους μπορεί να χαρακτηριστεί αναχρονιστική, ψυχροπολεμική, μία εκδήλωση η οποία αναπαράγει μιλιταριστικά αντανακλαστικά σε μια κοινωνία που αφενός πλέον δεν τα έχει ανάγκη, αφετέρου ξύνει πληγές ενός αυταρχικού παρελθόντος», επισημαίνει ο κ. Χριστόπουλος, ο οποίος προσδίδει «εξαιρετικά κρίσιμο συμβολισμό» στην προοπτική της κατάργησης των παρελάσεων: «Με αυτή την έννοια, θεωρώ ότι είναι μια επιβεβλημένη κίνηση. Εξάλλου, και το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, δεν έχει βγει να μιλήσει εναντίον των παρελάσεων, αλλά έχει θέσει το θέμα υπό την οπτική της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και των πιθανών παραβιάσεων, ας πούμε, που η συμμετοχή σε μια παρέλαση δημιουργεί».
Στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει ανοίξει τα τελευταία χρόνια γύρω από τη «χρησιμότητα» ιδίως των σχολικών παρελάσεων, τίθεται συχνά ο παράγοντας της ετοιμότητας ή της ωρίμανσης από την πλευρά του κοινωνικού συνόλου να προχωρήσει στην κατάργηση ενός μακροχρόνιου θεσμού: «Το επιχείρημα περί ωρίμανσης της κοινωνίας είναι επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι κρατούντες κατά το δοκούν και όποτε τους συμφέρει. Η κοινωνία, για παράδειγμα, έχει ωριμάσει να δεχθεί περικοπές μισθών κλπ αλλά κατά τα άλλα η κοινωνία είναι αυτή που διατηρεί τις παρελάσεις. Εγώ πιστεύω ότι αυτά είναι πολιτική σπέκουλα. Χρησιμοποιούν την κάθε κοινωνία προκειμένου να αναπαραχθούν αντιλήψεις όπως αυτές, οι οποίες είναι βαθιά συντηρητικές και αναχρονιστικές. Ακόμη και αν ένα κομμάτι της κοινωνίας επιθυμεί και χαίρεται να βλέπει τα παλικάρια της να παρελαύνουν, έτσι ένα άλλο κομμάτι είτε είναι εναντίον, είτε έχει απαξιώσει εντελώς αυτή την ιδέα και απλώς αδιαφορεί, που νομίζω ότι είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι».
Και σχετικά με την άποψη υπέρ της διατήρησης των παρελάσεων, ως βασικό συστατικό πολιτισμού και ιστορικής μνήμης για την Ελλάδα, ο καθηγητής, κ. Χριστόπουλος, αναφέρει: «Είναι μία άποψη καθόλα σεβαστή ως τέτοια, αλλά εγώ νομίζω ότι το κράτος οφείλει να μην κινείται με γνώμονα τη μία από τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, αλλά καλύτερα να εκφράσει και να υλοποιήσει μια συλλογική εμπειρία η οποία λίγα χρόνια πίσω μας έδειξε την περίπτωση του Οδυσσέα Τσενάι και των προβλημάτων που δημιούργησε η παρέλαση. Μία εμπειρία η οποία μας δείχνει διαρκώς πόσο κοστίζει στην κοινωνία η αντίληψη και η προσκόλληση στις στρατιωτικές δαπάνες».