21 Ιανουαρίου 2011

ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ Ή ΑΝΑΡΧΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ;

(Η δημοσίευση έγινε από αναγνώστη της ιστοσελίδας των Α.Κ.Α.)

Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από τα Εξάρχεια. Το φάντασμα της αυτοοργανωμένης, απρόβλεπτης, συνειδητής δράσης και αντίστασης στις κρατικές επιταγές. Αυτό που περιγράφουμε ως αναρχικό χώρο που από την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών μέχρι σήμερα έχει αλλάξει πολλές φορές μορφή, σύσταση και χαρακτηριστικά. Η ιστορία του αρχίζει πολύ πιο πριν, στις αρχές του 20ου αιώνα με τις πρώτες αναρχικές ενώσεις στον Πύργο και την Πάτρα και την καθοριστική συμμετοχή αναρχοσυνδικαλιστών στις απεργίες. Ωστόσο δεν υπάρχει ιστορική σύνδεση της Αναρχίας της μεταπολίτευσης με τα παλιότερα σχήματα (εκτός των κοινών θεωρητικών αναφορών), καθώς εκείνα διαλύθηκαν εντελώς και οι σύντροφοι που τα συνέστησαν απορροφήθηκαν από τους κομμουνιστές ή εξοντώθηκαν από την εξουσία, δημιουργώντας ένα κενό μισού περίπου αιώνα, του οποίου τις συνέπειες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.

Την ίδια περίοδο, γεγονότα και πραγματικότητες που ριζοσπαστικοποιούσαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (εμφυλιοπολεμικά μίση, διώξεις, χούντες, ασύδοτη κρατική καταστολή) συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, στην άνοδο των αριστερών ιδεών στην κοινωνία. Ο «ιστορικός ρόλος» της αριστεράς, τουλάχιστον των μαζικότερων σχημάτων της, ήταν εξίσου απογοητευτικός από την ανατρεπτική σκοπιά, όπως άλλωστε και σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα, γεγονός το οποίο οδήγησε αρκετούς αγωνιστές και μέρος της «κληρονομιάς» τους, στον Αναρχικό χώρο.

Με την εισαγωγή και διάδοση των νέων για την Ελλάδα ριζοσπαστικών θεωρητικών κατευθύνσεων κατά τη διάρκεια της χούντας και αργότερα, αρκετοί φοιτητές και πολιτικοί πρόσφυγες στο εξωτερικό επηρεάστηκαν από τα κινήματα της εποχής (μαοϊκό, αναρχικό, καταστασιακό, αυτόνομο, αντάρτικου πόλης κλπ) κι έτσι εμφανίστηκε η δεύτερη γενιά ελληνόφωνων αναρχικών. Οι τοπικές ιδιαιτερότητες όπως και η ποικιλία των επιρροών συνέβαλαν στο να διαμορφωθεί ένας ιδιόμορφος χώρος, αρκετά διαφορετικός από τους αντίστοιχους της Ευρώπης ή της Αμερικής.

Φτάνοντας στο σήμερα, όπου η αριστερά έχει αποδείξει ότι είναι άξιος εταίρος της δεξιάς στην καλύτερη διαχείριση της εκμετάλλευσης και της εξουσίας του ισχυρού πάνω στον ανίσχυρο, με τις αυταπάτες περί πιο δίκαιου κράτους να καταρρέουν και οι όποιες κατακτήσεις να περιστέλλονται, ακόμα περισσότεροι καταπιεσμένοι βρίσκουν στην Αναρχία αιχμή αντίστασης. Ποιο είναι όμως το χειροπιαστό πρόσωπο αυτής της Αναρχίας;

Ο αναρχικός χώρος έχοντας αφενός ένα κενό δεκαετιών στην παρουσία του (και άρα κενό στις μεταπολεμικές ζυμώσεις, εμπειρίες και συμπεράσματα αλλά αποφεύγοντας παράλληλα μια σειρά αγκυλώσεων και εμμονών που συναντάμε σε άλλα αναρχικά κινήματα) και βρισκόμενος αφετέρου στο κέντρο της δίνης της ευρύτερης κοινωνικής, μεταπολιτευτικής ιδεολογικοποίησης αποκρυσταλλώθηκε σαν ένα αμάλγαμα (συχνά αλληλοαναιρούμενων) πολιτικών αναφορών. Η αναπόφευκτη επιρροή άλλων επαναστατικών ρευμάτων (λενινιστικών, σταλινικών, αυτόνομων, καταστασιακών, νετσαγιεφικών) πάνω στο σώμα των αντιλήψεων του ιστορικού αναρχικού κινήματος οδήγησε στη δημιουργία ενός ιδιότυπου και ενδημικού είδους πολιτικού χώρου, όπως ενδημικό είναι και το σύνολο του πολιτικού πεδίου στην Ελλάδα, κάτι που δεν αναιρεί και τη θετική πλευρά του πολιτικού εμπλουτισμού. Η φύση της δομής του είναι αυτή ενός συνονθυλεύματος συλλογικοτήτων, ομάδων και κυρίως ατόμων με ένα εύπλαστο φάσμα αντιλήψεων. Αντιλήψεων πλούσιων αλλά αποσπασματικών, που ισορροπούν ανάμεσα στην οξυδέρκεια και την ιδεολογία. Μια πραγματικότητα που φέρει το δικό της μερίδιο ευθύνης στην αδυναμία σύνθεσης μιας συνολικής ανατρεπτικής πρότασης.

Διαφορετικές νοοτροπίες αναρχικών που ποικίλουν και σε σχέση με τις υποκειμενικές καταβολές του καθενός, με την ηλικία ή την περιοχή που δραστηριοποιούνται σε συνδυασμό με την έλλειψη βασικών θεωρητικών και ιστορικών γνώσεων σχετικά με τη φύση και την εμπειρία της πρότασης του ιστορικού αναρχικού κινήματος. Έχουν επίσης ως αποτέλεσμα ένα χώρο με κάποια σταθερά αλλά και ρευστά «θέσφατα» που κάνουν μάταιη κάθε προσπάθεια συγκρότησης κοινών αναφορών. Και φυσικά να μην αγνοήσουμε την πραγματικότητα ενός πολιτικού πεδίου ουσιαστικά νεολαιΐστικου…

Τα μόνα σταθερά κοινά σημεία αναφοράς όλων είναι τα ζητήματα της επικαιρότητας του χώρου (οι δραστηριοποιήσεις περιστρέφονται σε μεγάλο βαθμό γύρω από ζητήματα καταστολής και αλληλεγγύης σε συντρόφους καθώς και σε θεματικές/πρακτικές νησίδες όπως μετανάστες, αντιφασιστικό, καταστολή, άμεση δράση). Είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να υπάρχει δραστηριοποίηση γύρω από αυτά τα ζητήματα, όμως δεν αρκεί να εξαντλείται εκεί η κοινή δράση των ανθρώπων που φιλοδοξούν να ανατρέψουν εκ θεμελίων όλη την υπάρχουσα δομή της κοινωνίας.

Μιας κοινωνίας που περιλαμβάνει τους αναρχικούς σαν σάρκα από τη σάρκα της πλειοψηφίας των ανθρώπων που καταπιέζονται από την εξουσία, ο αγώνας για την ανατροπή της οποίας είναι υπόθεση της ίδιας της κοινωνίας. Κατανοώντας αυτό, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με την αναρχική θεώρηση της κοινωνίας χωρίς εξουσία, είναι απαραίτητο να αρνούμαστε έμπρακτα κάθε διαχωρισμό που οδηγεί στη λογική ότι μπορεί ένας χώρος, να αποτελέσει την επαναστατική ελίτ που θα σηκώσει το βάρος της εξέγερσης. Γιατί το μόνο που κατορθώνει να δει μια τέτοια ελίτ είναι η αυτοαναίρεση της από την επιρροή της αλλοτριωμένης κοινωνίας στη συνείδησή της.

Δεν είναι σπάνια τα φαινόμενα εξουσιαστικών συμπεριφορών, αναρχικού lifestyle, τα «αντριλίκια» και οι μικροπρεπείς συμπεριφορές μέσα στο χώρο, άμεσο αποτέλεσμα της επιρροής της κοινωνίας που μας αναθρέφει και είτε το θέλουμε είτε όχι αποτελούμε τμήμα της.

Η διαφορά είναι ότι εκείνος που δηλώνει αναρχικός αναλαμβάνει και την ευθύνη της συνειδησιακής και συλλογικής αντίστασης σε κάθε κοινωνική πραγματικότητα που επιθυμεί να ανατρέψει.

Η μονολιθικότητα και η αποδοχή κάποιας απόλυτης αλήθειας ή ιδεολογικής καθαρότητας δεν υπήρξε ποτέ ιδανικό της Αναρχίας. Από τη φύση της δεν βασίζεται πάνω σε κανένα πρόσχημα επιστημονικότητας ή ευαγγέλιο το οποίο θα πρέπει να αποδεχθεί κανείς για να δραστηριοποιείται στα πολιτικά δρώμενα της. Αντίθετα, απαιτεί τη συνδιαμόρφωση και τη συμμετοχή του καθενός στον διαρκή αυτοκαθορισμό της μέσα στο πλαίσιο της κοινής βάσης αξιών της Αναρχίας. Η πολυσυλλεκτικότητα αυτή μπορεί να αποδειχθεί ευεργετική μέσα από κοινές διαδικασίες ανταλλαγής απόψεων, κοινές αποφάσεις και συντονισμό της δράσης, αυτό που λέμε αυτοοργάνωση.

Η μορφή της αναρχικής οργάνωσης που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια, οι γνωστές συνελεύσεις του Πολυτεχνείου, διαμορφώνει μια ουσιαστική αλλά κάποιες φορές αναπόφευκτη ανισότητα. Πέρα από την προφανή αδυναμία της στη λήψη αποφάσεων με ισότιμους όρους, προσδίδει μια πρωτοκαθεδρία στις συνεκτικές ομάδες (συνήθως του κέντρου), που ούτως ή άλλως είναι αυτές που επιλέγουν και μπορούν να καλέσουν τις συνελεύσεις, γιατί τα άλλα κομμάτια του χώρου τους έχουν παραχωρήσει αυτό το προνόμιο λόγω αδυναμίας ή και βολέματος με την υπάρχουσα κατάσταση. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες διαφορετικές γνώμες απαξιώνονται, οι φορείς τους δεν καλούνται στις επόμενες συνελεύσεις και κατά συνέπεια δημιουργείται τέτοιο κλίμα στα πλαίσια του οποίου οι σύντροφοι αδυνατούν να εκφράσουν τη γνώμη τους.

Παρόλο που δεν είναι επιλογή μας, πολλές φορές αναγκαζόμαστε να συμβιβαστούμε με αυτή την πραγματικότητα προκειμένου να επιτευχθεί μια όσο το δυνατόν μαζικότερη συμμετοχή στις πολιτικές δραστηριότητες του χώρου. Άλλωστε οι συνελεύσεις αυτές έχουν αποσπασματικό χαρακτήρα, πράγμα που ευνοεί ακόμα περισσότερο την αποφυγή ευθυνών, την κριτική και αυτοκριτική στάση.

Εκείνο που μένει από την Αναρχία στο βαθμό που κάποιος αφαιρέσει κανείς τις ελεύθερες συλλογικές διαδικασίες, την κοινωνική απεύθυνση για την πραγμάτωση της κοινωνικής ανατροπής και τη συνειδησιακή αντίσταση, δεν είναι παρά μια κούφια ιδεολογία σαν όλες αυτές που απέτυχαν στην πράξη.

Επιμέρους εμμονές στη θεαματικότητα των δράσεων, ιδεολογικοποίηση, μικροπρεπείς τακτικισμοί, η αντίληψη της πραγματικότητας υποκειμενικά, άτυπες ιεραρχίες και απαξίωση-απεμπόληση κάθε κριτικής και αυτοκριτικής στάσης, συμβάλλουν στο να παραμένει ο χώρος αυτό που είναι. Χώρος.

Το να επιλέγει να παραμένει χώρος όταν οι συνθήκες από καιρό δίνουν τη δυνατότητα για την πραγμάτωση κινήματος δεν είναι κάτι αισιόδοξο, καθώς η έννοια και η πρακτική ενός «χώρου» είναι αυτή ενός στατικού, αυτοαναφορικού συνόλου, με τις δραστηριότητες να διεξάγονται «από και για» τον εαυτό του, «από και για» την εσωτερική του αυτοδικαίωση.

Προφανώς λοιπόν, ως αναρχικό κίνημα δεν μπορεί να νοηθεί απλά η (πολιτική και κοινωνική) δικτύωση των «στρατευμένων αναρχικών». Η καρδιά ενός αναρχικού κινήματος δεν μπορεί να βρίσκεται αλλού από την τάση (και τη συνείδησή της) των καταπιεσμένων για αυτοδιεύθυνση, ισότητα και ελευθερία όταν, όπου και όποτε αυτή μπορεί να αναδυθεί και να μπολιαστεί με την απελευθερωτική προοπτική.

Το κίνημα δεν είναι παρά η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο πολιτικό υποκείμενο των αναρχικών αντιλήψεων και το σύνολο των καταπιεσμένων. Όποιες κι αν είναι οι εκτιμήσεις για την εξέλιξη, τις μεθόδους και τις στρατηγικές του αγώνα, η κινηματική υπόσταση υπάρχει όταν αυτές οι εκτιμήσεις αλληλεπιδρούν, «επιμολύνουν» και «επιμολύνονται» από την κοινωνική κινητικότητα. Αυτές οι εκτιμήσεις παρεμβαίνουν και δημιουργούν σημεία ρήξης και χώρους ελευθερίας αλλά το κυριότερο είναι ότι αυτά τα σημεία και οι χώροι γίνονται μέρος της επαναστατικής θέλησης και των διάφορων σχεδίων της. Και που όταν δεν καταφέρνουν να το κάνουν, αυτό δεν οδηγεί αλλού παρά στον επανακαθορισμό αυτών των σχεδίων μέσα στα αδιάλλακτα πλαίσια των αναρχικών αντιλήψεων. Ένα κίνημα δεν είναι βεγγαλικό απελπισίας μιας ηρωικής μειοψηφίας, δεν είναι ούτε εισαγγελέας κάποιας ελιτίστικης ηθικολογίας. Γυρνώντας στον «απλοϊκό» ρομαντισμό των αναρχικών παλαιότερων εποχών (εκείνων των «απλοϊκών» εποχών που η επαναστατική προοπτική ήταν ορατή) θα πρέπει να θυμίσουμε πως αν το κόκκινο εξέφραζε την οργή και τον αγώνα, το μαύρο ήταν η θλίψη για τη θέση των καταπιεσμένων και για όσα απαιτεί η απελευθέρωση τους.

Δεν πιστεύουμε σε ιστορικές νομοτέλειες, δυστυχώς δεν κατέχουμε κάποια συνταγή νίκης, δεν αντιμετωπίζουμε το κίνημα με τους όρους του «επαναστατικού κόμματος», δεν ευαγγελιζόμαστε καν την οργανωτική του ενότητα.

Πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να παρεμβαίνουμε όπου εκφράζεται η απελευθερωτική δυναμική της κοινωνίας, να δημιουργούμε εστίες δράσης και αντίστασης, να παραδειγματίζουμε με τη δράση και την παρουσία μας, αναγνωρίζοντας την πειραματική φύση των μεθόδων και την αδιαπραγμάτευτη φύση των αξιών μας. Με αυτή την έννοια μικρή αξία έχει η όποια φιλοκινηματική ρητορική. Αυτό που μετράει είναι η σύνθεση σε ένα σύνολο και η εφαρμογή ολοκληρωμένων αναρχικών πολιτικών προτάσεων (τόσο για εμάς όσο και για αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε), ο έμπρακτος στοχασμός πάνω σε αυτά, η αξιολόγηση και η ζύμωσή τους. Αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, δεν είναι στα πλαίσια ενός αποστειρωμένου πολιτικού χωριού αλλά μέσα στον κοινωνικό πόλεμο, μέσα από τις νίκες και τις ήττες των καταπιεσμένων και μόνο ως προϊόν του σεβασμού προς αυτούς, αναγνωρίζοντας τα ζόρια και τους εκβιασμούς που σε όλους μας επιβάλλει η εξουσία…

Το άλμα μετεξέλιξης του «χώρου» σε κίνημα είναι άλμα επαναστατικό.

Και σαν τέτοιο δεν μπορεί παρά να αμφισβητήσει «έθιμα» και βεβαιότητες.. Θα «ξεβολέψει» τη συνήθεια, θα οδηγήσει σε ρίσκα, αποτυχίες και ξανά νέα ρίσκα. Πρακτικά, θα αμφισβητήσει δομές και οργανωτικά μοντέλα που στέκονται εμπόδιο στο δρόμο του. Κρίνουμε πως χρειάζεται ένα φάσμα κοινά «νοητών» μορφών οργάνωσης. Από τη σύνθεση και συνεύρεση των εκάστοτε συνεκτικών αντιλήψεων έως τις θεματικές δομές και τα εγχειρήματα που θα πραγματοποιούνται μόνιμα στη βάση των επιμέρους συμφωνιών. Με την εμπιστοσύνη που μόνο η ύπαρξη του επαναστατικού ήθους μπορεί να διαφυλάξει, με τη συμφωνία και τη συναίνεση να ανατρέπουν τις ιδεολογικοποιήσεις και τον προσωποκεντρισμό, η σχέση των κοινωνικών αγώνων με τις αναρχικές ιδέες και θεωρήσεις μπορεί να γίνει μόνιμη και προσβάσιμη στον καθένα.

Η δραστηριοποίηση που ήδη συντελείται σε ζητήματα αλληλεγγύης, ενάντια στην καταστολή κλπ, όχι μόνο δε μένει πίσω στα πλαίσια μιας οργανωμένης, μόνιμα κινηματικής δράσης, αλλά θα μπορεί να συντονίζεται ακόμα καλύτερα, επιφέροντας αποτελέσματα τέτοια που δεν εξαντλούνται στην ικανοποίηση των άμεσων αιτημάτων (π.χ. την απελευθέρωση ενός συντρόφου) αλλά προχωρούν ακόμα παραπέρα, σε σαφείς αντικρατικές κατευθύνσεις.

Λάθη, παραλείψεις, άστοχες ενέργειες δεν έλειψαν ποτέ από την ιστορία των επαναστατικών κινημάτων. Δεν ανέκοπταν όμως πάντοτε την πορεία τους. Κι αυτό επειδή κάτω από το βλέμμα της συλλογικής κριτικής και αυτοκριτικής, τόσο αυτά όσο και οι κατακτήσεις απέβησαν αξιοποιήσιμα για την παραπέρα πορεία τους.

Ένα από τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για την αποφυγή λαθών, είναι η καταγραφή, κατανόηση και αξιολόγηση της ιστορίας και της εμπειρίας, όπου υπάρχει, και όχι η μετάδοση αποσπασματικών, μονομερών και υποκειμενικών γεγονότων.

Θέλουμε μια κοινωνία χωρίς εξουσία, χωρίς μεσολαβητές-διαχειριστές της θέλησης των ανθρώπων, όπου η κοινωνική οργάνωση θα βασίζεται στη συλλογική συνείδηση των ατόμων που την αποτελούν. Θέλουμε ο καθένας να έχει τον πρώτο λόγο για κάθε πτυχή της καθημερινής του ζωής χωρίς επιβεβλημένους από τα πάνω περιορισμούς και νομοθεσίες, σπάζοντας στην πράξη κάθε σχέση ιεραρχίας και εκμετάλλευσης. Θέλουμε την κοινωνία εκείνων που κατακτούν την ικανή και αναγκαία συνείδηση που να μπορεί να αντικαταστήσει κάθε νόμο και εξουσιαστικό θεσμό.

Οι συνειδήσεις πάνω στις οποίες θα βασιστεί μια τέτοια κοινωνία δεν διδάσκονται σε καμία σχολή, δεν επιβάλλονται από καμία επαναστατική πρωτοπορία. Κατακτιούνται από τους ανθρώπους που θα κάνουν αυτή την κοινωνία πραγματικότητα, κατακτιούνται μέσα από τον ίδιο τον αγώνα τους. Γι’ αυτό το λόγο ο αγώνας για την ανατροπή του κράτους δεν μπορεί να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που θα έχει η κοινωνία που οραματιζόμαστε.

Δεν περιμένουμε το φάντασμα της Αναρχίας να τρομάξει τους κυρίαρχους με μύθους. Του δίνουμε σάρκα και οστά , με το δικό μας αγώνα και το δικό μας αίμα, ώστε να αποτελέσει χειροπιαστό κίνδυνο για όποιον υπολογίζει στην καταπίεση, στην εκμετάλλευση και στην άσκηση εξουσίας πάνω στους συνανθρώπους του.

19 Ιουλίου 2007

Αρχειο αναρτησεων

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...