14 Αυγούστου 2010

Λίγα λόγια για τους αγώνες των εργαζομένων που συνεβαλαν στην καθιέρωση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Σαν σήμερα το 1935 στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος Ρούσβελτ υπέγραψε το νόμο περί καθιέρωσης Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με αφορμή το γεγονός αυτό, λίγα λόγια για τους αγώνες των εργαζομένων που συνεβαλαν στην καθιέρωση αυτή.

Η προοπτική μιας παρατεταμένης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης ξαναφέρνει στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων το κραχ του 1929 και τ...η βαθιά ύφεση που ενέσκηψε στη δεκαετία του ’30. Οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες εκείνης της περιόδου είχαν μια εξαιρετικά άσχημη πλευρά για την εργατική τάξη και την Αριστερά: εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή ύψη, εξαθλίωση μεγάλων κομματιών της κοινωνίας, ραγδαία κλιμάκωση της απόγνωσης όλων αυτών των στρωμάτων, συνακόλουθη άνοδος του φασισμού, και, τέλος, ξέσπασμα ένοπλων συγκρούσεων με αποκορύφωμα τον β’ παγκόσμιο πόλεμο.

Οι φόβοι για αντίστοιχες εξελίξεις υπάρχουν και σήμερα. Ωστόσο, η δεκαετία του ’30 δεν σημαδεύτηκε μόνον από αρνητικά γεγονότα. Γιατί ακριβώς εκείνη τη δεκαετία υπήρξε η ισπανική επανάσταση, αλλά και η ιστορική απεργία του ’36 στη Γαλλία. Όμως τα πιο σημαντικά ίσως γεγονότα συνέβησαν στην καρδιά του συστήματος, εκεί ακριβώς όπου είχε χτυπήσει με τη μεγαλύτερη δύναμη η κρίση (και όπου άρα αναμένονταν οι λιγότερες αντιστάσεις), δηλ. στις ΗΠΑ. Ακόμη και σήμερα οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στις ΗΠΑ αναφέρονται στις μεγάλες κατακτήσεις που σήμανε το λεγόμενο Νιου Ντιλ (New Deal), στην πολιτική δηλ. που εφάρμοσε ο νεοεκλεγείς το 1933 Δημοκρατικός πρόεδρος Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ. Το Νιου Ντιλ είναι άμεσα συνδεδεμένο με κατακτήσεις όπως η καθολική κοινωνική ασφάλιση, τα μεγάλα κρατικά προγράμματα ανοικοδόμησης δημόσιων κτιρίων που έδωσαν δουλειά σε εκατομμύρια ανέργους, καθώς και με την αναγνώριση εκ μέρους της κυβέρνησης του δικαιώματος των εργατών να συνδικαλίζονται και να στήνουν σωματεία.
Όμως οι κατακτήσεις αυτές δεν χαρίστηκαν από τα πάνω από κάποια «φωτισμένη» ηγεσία των αφεντικών.
Το γεγονός ότι η αμερικάνικη εργατική τάξη πέτυχε πράγματα για τον εαυτό της, οφειλόταν στους αξεπέραστους αγώνες που έδωσε εκείνη την περίοδο, προσδίδοντας ένα άλλο, εντελώς ριζοσπαστικό, περιεχόμενο στο πρόγραμμα του Ρούζβελτ.

Τη δεκαετία του ‘20 τα αφεντικά είχαν προχωρήσει σε μια άγρια ολομέτωπη επίθεση με πολύ ορατές συνέπειες για το επίπεδο οργάνωσης της αμερικάνικης εργατικής τάξης: το 1920 οι συνδικαλισμένοι εργάτες ήταν το 19,4% του συνόλου, ενώ το 1930 το ποσοστό αυτό είχε συρρικνωθεί στο 10,2%. Το 1933 το 25% των εργατών ήταν άνεργοι. Οι Δημοκρατικοί δεν είχαν καμία διάθεση να ανατρέψουν αυτήν την κατάσταση. Μάλιστα, έκαναν κριτική από τα δεξιά στην απερχόμενη ρεπουμπλικανική κυβέρνηση του Χούβερ μιλώντας για «σπάταλο κράτος». Δεσμεύονταν δε ότι θα περιέκοπταν κατά 25% τις δημόσιες δαπάνες όταν έρχονταν στην εξουσία. Αντηχώντας τις νεοφιλελεύθερες ιδέες του σήμερα ζητούσαν την «απομάκρυνση του κράτους από όλα τα πεδία της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας». Φυσικά στο προεκλογικό τους πρόγραμμα δεν υπήρχε καν η λέξη σωματείο και συνδικαλισμός. Ο ίδιος ο Ρούζβελτ, που ήταν πολυεκατομμυριούχος, διαμαρτυρόταν σε ένα γράμμα του για την «ανικανότητα όλων εκείνων που έχουν περιουσία να καταλάβουν ότι είμαι ο καλύτερος φίλος που είχε ποτέ το σύστημα του κέρδους»!

Τα πρώτα μέτρα που πήρε ως κυβέρνηση το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν παρόμοια με αυτά των προκατόχων του. Ωστόσο το αδιέξοδο της «αγοράς» ανάγκασε τους Δημοκρατικούς να προχωρήσουν σε αναδιάρθρωση του αμερικάνικου καπιταλισμού. Το Νιου Ντιλ μπορούσε να λειτουργήσει μόνο μέσα από μια νέα συμφωνία όχι μόνο μεταξύ των από τα πάνω, αλλά και μεταξύ των από τα πάνω και των από τα κάτω. Το άρθρο 7 του Νόμου για την Εθνική Ανάκαμψη, που επέτρεψε στους εργαζόμενους να διαπραγματεύονται συλλογικά με τα αφεντικά τους, άνοιξε ακούσια τον ασκό του Αιόλου.

Όπως ανέφερε σε έκθεσή της του 1934 η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας (AFL, κάτι αντίστοιχο με τη ΓΣΕΕ), το άρθρο 7 πυροδότησε ένα κύμα επιθυμίας των εργατών να μπουν στα σωματεία τους. Τα ήδη υπαρκτά σωματεία τριπλασίασαν, τετραπλασίασαν ή ακόμη και πενταπλασίασαν τον αριθμό των μελών τους. Νέα σωματεία στήνονταν από τη μια μέρα στην άλλη. Μεταξύ του 1933 και του 1937, ο αριθμός των συνδικαλισμένων εργατών εκτοξεύθηκε από τα 2,7 εκατομμύρια στα 7 εκατομμύρια.
Αυτό που έσπρωχνε αυτά τα νούμερα προς τα πάνω ήταν μια πρωτοφανής ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Ο αριθμός των απεργιών αυξήθηκε από 1.856 το 1934 στις 4.740 το 1937, ενώ ο αριθμός των απεργών σχεδόν διπλασιάστηκε την ίδια περίοδο: από το 1,1 εκατ. έφτασε στο 1,9 εκατ. Και δεν μιλάμε καθόλου για ειρηνικούς αγώνες: ανάμεσα στο 1934 και το 1936 έχασαν τη ζωή τους πάνω από 88 εργάτες στις απεργιακές συγκρούσεις. Τότε, το 1935, δημιουργήθηκε και η ομοσπονδία CIO (Κογκρέσο των Βιομηχανικών Οργανώσεων) ως αριστερή αμφισβήτηση της συντηρητικής AFL.
Μεγάλο μέρος αυτών των αγώνων είχαν ως αίτημα την αναγνώριση των σωματείων των εργαζομένων, καθώς τα αφεντικά αρνούνταν να εφαρμόσουν το νέο νόμο που αναγνώριζε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Κάποιες άλλες από αυτές τις απεργίες, όπως οι τρεις γενικές απεργίες που έγιναν το 1934 στο Τολέντο, το Σαν Φρανσίσκο και τη Μινεάπολη, πήραν χαρακτήρα κοινωνικής εξέγερσης. Η πιο μεγάλη στιγμή στην ιστορία του αμερικανικού εργατικού κινήματος παραμένει ακόμη μέχρι σήμερα, η λαμπρή απεργία των οδηγών των φορτηγών, που έδειξε το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η αγωνιστικότητα των εργατών στις ΗΠΑ.

Η νομιμοποίηση ωστόσο του δικαιώματος για συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν έγινε με κανενός είδους ενθουσιασμό από τον Ρούζβελτ. Αυτό ήταν φανερό σε κάθε είδους φιλεργατική νομοθέτηση, όπως π.χ. ο νόμος Βάγκνερ για κρατική ρύθμιση των σχέσεων εργοδότη και σωματείων, τον οποίο ο Ρούζβελτ αρνούνταν να υποστηρίξει λόγω εργοδοτικών πιέσεων. Μόνον έπειτα από το μεγάλο κύμα των απεργιών εκείνης της χρονιάς, ο Ρούζβελτ «πείστηκε» για την αναγκαιότητα του νόμου.Ο Ρούζβελτ και οι Δημοκρατικοί όμως πείστηκαν και για κάτι άλλο: ότι το εργατικό κίνημα ξέφευγε από κάθε έλεγχο και ότι συνεπώς έπρεπε να το ποδηγετήσουν.
Ο Τζον Λιούις, ηγέτης της ομοσπονδίας των ανθρακωρύχων περιέγραφε ως εξής τις δυσκολίες για το στήσιμο μιας αντιπολιτευτικής προς την κυβέρνηση βάσης στο εργατικό κίνημα:
«Ο Ρούζβελτ διαλέγει προσεκτικά τα ανώτερα στελέχη μου και τους διορίζει σε τιμητικές θέσεις σε διάφορες από τις πολυπληθείς και μεγαλεπήβολες επιτροπές του. Έχει βάλει τους λακέδες του να καλοπιάνουν και να τραπεζώνουν πολλούς από τους ανθρώπους μου. Με ένα μουλωχτό τρόπο πλησιάζουν κάποιον από τους υπαρχηγούς μου, σπάνε την αφοσίωσή του, τον ντύνουν με τις τεράστιες εξουσίες και την εκτυφλωτική δόξα του Λευκού Οίκου και τον διορίζουν σε μια θέση στο κεντρικό κράτος ώστε υπό αυτές τις συνθήκες πλέον, να είναι πρώτα και κύρια αφοσιωμένος στον Πρόεδρο και μόνον δευτερευόντως και παρεμπιπτόντως στο εργατικό κίνημα από το οποίο προήλθε».
Έτσι ο Ρούζβελτ βρήκε –δυστυχώς– άξιους συνεργάτες ακόμη και στις πιο μαχητικές ομοσπονδίες που είχαν σχηματιστεί όπως η CIO. Οι νέοι γραφειοκράτες την ίδια στιγμή που μάχονταν για τα εργατικά δίκαια, προετοίμαζαν την υπαγωγή του κινήματος στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και ειδικά στο Δημοκρατικό Κόμμα.
ΚόμμαΌμως αυτά τα συνδικαλιστικά στελέχη βρίσκονταν πολύ συχνά μακριά από τις διαθέσεις της βάσης.Γιατί οι αγωνιστές της τελευταίας δεν αισθάνονταν κανένα δεσμό με τους Δημοκρατικούς, και πολύ περισσότερο με τον ίδιο τον Ρούζβελτ. Η αυτοπεποίθηση που δημιουργούσαν οι αγώνες και οι νίκες της εργατικής τάξης οδήγησαν σε όλο και περισσότερες εκκλήσεις για δημιουργία ενός ανεξάρτητου εργατικού κόμματος που θα ξέκοβε τους δεσμούς και με τα δύο μεγάλα κόμματα των καπιταλιστών. Η αναγκαιότητα για ένα εργατικό κόμμα πήγαζε εξάλλου από την άμεση εμπειρία των αγωνιστών: Μόνον το 1935 οι απεργοί ήρθαν αντιμέτωποι με τις πολιτοφυλακές σε 20 πολιτείες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν Δημοκρατικούς κυβερνήτες. Έτσι, οι προσπάθειες δημιουργίας ανεξάρτητου εργατικού κόμματος είχαν επιτυχία στην Ουάσιγκτον και το Όρεγκον όπου η Συνεργατική Ομοσπονδία εξέλεξε μέλη στην τοπική βουλή αλλά και στη Γερουσία. Στη Μινεσότα το Αγροτοεργατικό Κόμμα πήρε την τοπική κυβέρνηση, ενώ κέρδισε και πέντε θέσεις στην ομοσπονδιακή Βουλή. Αντίστοιχες επιτυχίες είχε το Προοδευτικό Κόμμα στο Ουισκόνσιν. Το 21% του συνόλου των ερωτηθέντων σε δημοσκόπηση του 1937 υποστήριξαν ότι έπρεπε να φτιαχτεί επιτέλους ένα μεγάλο εργατικό κόμμα.

Όμως αυτό το αίσθημα απειλούσε άμεσα το σχέδιο του Ρούζβελτ για ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στη «συμμαχία» του Νιου Ντιλ. Δυστυχώς οι ηγέτες της CIO, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Λιούις, έκαναν τα πάντα για να σαμποτάρουν την προοπτική του Εργατικού Κόμματος και να βοηθήσουν την άρχουσα τάξη. Όταν για παράδειγμα το 1936 η καινούργια και μαχητική ομοσπονδία των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία (UAW) ψήφισε υπέρ της δημιουργίας εργατοαγροτικού κόμματος σε πανεθνική βάση, οι ηγέτες της CIO απείλησαν ότι θα απέσυραν τη χρηματοδότηση για την εξάπλωση του σωματείου και στην υπόλοιπη αυτοκινητοβιομηχανία, αν η UAW δεν ανακαλούσε την απόφαση των μελών της και αν δεν υποστήριζε στις εκλογές τον Ρούζβλετ. Η UAW τελικά ενέδωσε και υποστήριξε τον Ρούζβελτ. Από τότε το εργατικό κίνημα πέρασε στον έλεγχο του Δημοκρατικού Κόμματος.

Το Νιου Ντιλ δεν έφτασε σε καμία περίπτωση τα επίπεδα του κράτους πρόνοιας που πέτυχε η εργατική τάξη στην Ευρώπη. Οι Αμερικανοί εργάτες πλήρωναν πολύ μεγαλύτερα ποσά απ’ ό,τι τα αφεντικά προκειμένου να διατηρηθούν οι κοινωνικές δαπάνες. Επίσης το εργατικό κίνημα έμεινε στα μισά του δρόμου αφού δεν μπόρεσε να φτιάξει το δικό του κόμμα, αλλά και να οργανώσει τους εργάτες στο νότο και στη δύση. Ωστόσο όλα όσα κέρδισε τότε, τα κέρδισε με τους αγώνες του και παρά τις προδοσίες των ηγεσιών του. Χωρίς αυτούς τους αγώνες κανείς δεν θα θυμόταν σήμερα με τόση νοσταλγία το Νιου Ντιλ. Και κανείς δεν θα πρότεινε, όπως κάνουν πολλοί πια, μια επανάληψή του από τον Ομπάμα.

Πέτρος Τσάγκαρης


Kyriakatiko Sxoleio Metanastwn

Αρχειο αναρτησεων

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...