Η σύνθεση του ΑΕΠ της ελλάδας μαρτυρά την ύπαρξη μιας light εργατικής τάξης που προέρχεται από εργασία στον τριτογενή τομέα παραγωγής, δηλαδή τις υπηρεσίες. Ο παραδοσιακός βιομηχανικός εργάτης που είχε στο κεφάλι του ο Μαρξ, στην ελλάδα του σήμερα δίνει τη θέση του στον εργαζόμενο – μεσάζοντα. Στην κλασική οικονομία παρουσιάζονται οι εργάτες ως εκείνος ο παραγωγικός συντελεστής που με την υπεραξία της εργασίας του δημιουργεί το κέρδος στους επιχειρηματίες. Δηλαδή παράγουν προϊόντα με σχετικά μικρό πραγματικό κόστος λόγω της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, τα οποία πωλούνται σε πολλαπλάσια τιμή από την αρχική τους αξία. Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε στο ότι οι πρωτοδιεθνιστές παρατήρησαν ότι η εργατική τάξη, η οποία είναι υπεύθυνη για την παραγωγή λαμβάνοντας ένα αντίτιμο για τις εργατοώρες που προσέφερε, είναι και ο κύριος αγοραστής των όσων παράγει. Σε απλά μαθηματικά, αυτό ερμηνεύεται ως εξής: αν Α η τιμή της πρώτης ύλης, Β ο μισθός του εργάτη και Γ το κέρδος του επιχειρηματία, τότε η τιμή πώλησης του παραγόμενου προϊόντος είναι Α+Β+Γ. Διαπιστώνουμε αρχικά το εξής απλό: αφού το σύνολο των μισθών των εργατών είναι Β*ν, πώς μπορούν αυτοί ν’ αγοράσουν το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων που είναι (Α+Β+Γ)*κ ?…Κάπου εκεί επεμβαίνει το καπιταλιστικό μοντέλο. Για να υπάρξει κέρδος, πρέπει να υπάρξει χρέος. Ένα χρέος το οποίο είναι αέναο και διαρκώς αυξανόμενο. Δηλαδή τα παραγόμενα προϊόντα στον καπιταλισμό δεν μπορούν να αγοραστούν στο σύνολό τους γιατί η τελική αξία τους είναι μεγαλύτερη από την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.
Στη δε ελληνική πραγματικότητα όπως φαίνεται από τη σύνθεση του ΑΕΠ, η εργατική τάξη που παράγει, είναι μόλις το 20%. Οι υπόλοιποι εργάτες του 80% δεν παράγουν απολύτως τίποτε, απλά απασχολούνται σε διάφορες θέσεις παροχής υπηρεσιών. Εάν δεχτούμε ότι όλα τα προϊόντα κι οι υπηρεσίες που παρουσιάζονται στο ΑΕΠ είναι τα ακριβότερα στην ευρωζώνη και οι μισθοί είναι οι χαμηλότεροι, τότε στον μαθηματικό μας τύπο η τιμή του προϊόντος έχει μεγαλύτερες αξίες Α (αφού δεν παράγει πρώτες ύλες αλλά τις εισάγει με μεγαλύτερο κόστος), μικρότερες αξίες Β και πολλαπλάσιες αξίες Γ. Το κέρδος δηλαδή των επιχειρηματιών είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε, γιατί προέρχεται κι από τις αξίες Α, εάν υπολογίσουμε και το κέρδος από τις εισαγωγές.
Το σημαντικό σ’ αυτή την υπόθεση είναι πως ο έλληνας εργάτης γαλουχείται με το νόημα της ζωής να βρίσκεται στην απασχόληση για κατανάλωση. Δεν μπορεί να αντιληφθεί τη σχέση μεταξύ κόστους παραγωγής, τιμής πώλησης και αμοιβής της εργασίας του, γιατί πάντα εργάζεται σε ένα ενδιάμεσο παραγωγικό στάδιο αγνοώντας το βασικό κύκλο παραγωγής. Φυσικά το παράδειγμα είναι υπεραπλουστευμένο, γιατί διάφοροι συντελεστές επιδρούν στις αξίες Α,Β,Γ αλλά αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την καπιταλιστική παράνοια του κέρδους και την εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Ειδικά στην ελλάδα, τη χώρα του τίποτα, η εργατική τάξη, αν και έχει ιστορία, δε φαίνεται να έχει προορισμό. Η μείωση με τα χρόνια του δευτερογενούς τομέα παραγωγής ευνούχισε τις όποιες αντιλήψεις για το τι σημαίνει υπεραξία και το πόσο άδικο είναι το κέρδος και η εκμετάλλευση των πολλών από λίγους. Στην περίοδο της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης στην ιστορία της χώρας, οι τράπεζες παρουσίασαν κέρδη περίπου 2,1 δις ευρώ (μόνο από τις τραπεζικές εργασίες), ενώ το υπουργείο οικονομικών ανακοίνωσε απώλειες εισφορών μισού δις ευρώ από 26.000 επιχειρηματίες που δήλωσαν κέρδη 5 δις ευρώ. Ανακοινώθηκαν μέτρα έμμεσης φορολογίας που εξοντώνουν 11 εκατομμύρια πληθυσμού την ίδια στιγμή που 50.000 άνθρωποι συνολικά συνθέτουν από μόνοι τους το εισόδημα της χώρας.
Το κράτος αναζητεί με κάθε τρόπο χρήματα για να καλύψει τις ανάγκες του, αφού οι παραδοσιακοί δανειστές – τοκογλύφοι του αρνούνται να δανείσουν. Καθημερινά, ώρες επί ωρών στα ΜΜΕ αφιερώνονται στην έλλειψη ρευστότητας του ελληνικού κράτους και στην αναγκαιότητα των νέων φορολογικών μέτρων, αποφεύγοντας να αποδώσουν ευθύνες στους πραγματικούς υπεύθυνους, τις τράπεζες και τα αφεντικά. Τελευταία, οι υπέρμαχοι του ελληνισμού ενοχλήθηκαν από το 12σέλιδο αφιέρωμα του γερμανικού περιοδικού focus που ύψωσε το μεσαίο δάκτυλο της Αφροδίτης στα ελληνικά λαμόγια με τους τραπεζικούς λογαριασμούς στην ελβετία. Σύσσωμο το έθνος ξέχασε το πως πέτυχε το δίδυμο Σημίτης-Παπαντωνίου την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, δεν έμαθε ποτέ πόσο πραγματικά κόστισε η ολυμπιάδα, αγνόησε το πόσο επιπλέον πλήρωσε τις κακοτεχνίες των μεγάλων δημοσίων έργων, το ποιος κέρδισε από τη φούσκα του ΧΑΑ, έκανε πως δεν υπήρξε η λίμνη Βιστωνίδα, ενώ φυσικά δεν προβληματίστηκε ποτέ για το ποιους λάδωνε η Siemens καθώς και το που πήγαν τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων. Κι εκεί που οι γερμανοί ήτανε φίλοι μας και θέλαν το καλό μας, γίνανε ξαφνικά εχθροί και θέλουν το κακό μας. Πραγματικά, ποιός νοήμων άνθρωπος περίμενε διαφορετική αντιμετώπιση από τους ευρωπαίους (συν)εταίρους μετά από όλα αυτά τα νόμιμα κόλπα της ελληνικής δημιουργικής λογιστικής? Οποιοσδήποτε μάθαινε πως ένα κράτος για να καλύψει τα ελλείμματά του, εξέδιδε ομόλογα τα οποία θα αγόραζαν μέσω χρηματιστών, τραπεζών και ασφαλιστικών ιδρυμάτων τα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία το ίδιο διοικεί (έχοντας μάλιστα χάσει την ονομαστική τους αξία) σίγουρα θα έδειχνε κάτι άλλο πέραν του μεσαίου δακτύλου της Αφροδίτης.
Για την ιστορία, απλά αναφέρουμε το χρονικό της ελληνικής λαμογιάς:
το κράτος θέλει να δανειστεί χρήματα από τα Ταμεία για να καλύψει τρύπες, και εκδίδει ομολογιακό δάνειο ύψους 280 εκ. ευρώ. Το δίνει στη JP Morgan. Αυτή με τη σειρά της το δίνει σε North Asset Management, HVB και Ακρόπολις Χρηματιστηριακή, τελευταία μεσολαβήτρια. Απ’ την Ακρόπολις Χρηματιστηριακή καταλήγει στα ασφαλιστικά ταμεία. Οι μεσολαβήσαντες παίρνουν την προμήθεια. Εάν το προϊόν ήταν συμφωνημένο εξαρχής να καταλήξει στα ταμεία, αυτό από μόνο του είναι σκάνδαλο. Έκανε τη γύρα του το προϊόν για να βγάλουν κάποιοι την προμήθεια. Ίδια ιστορία και στην αγροτική τράπεζα, ήδη από το 2005 η Α.Τ.Ε. έχει απωλέσει άνω του 1 δις ευρώ, ενώ γενικά τα δομημένα τραπεζικά ομόλογα ανέρχονται συνολικά σε 1,2 δις. ευρώ και αγοράστηκαν από 9 Ταμεία κατά την περίοδο Νοέμβριος 2006 – Φεβρουάριος 2007, χωρίς ακόμη να έχει υπολογιστεί η ζημία και κυρίως χωρίς κανένας να υποστεί τις συνέπειες. Αυτή είναι η συνέχεια του αρχαϊκού ελληνιστικού πνεύματος σε οικονομικό μοτίβο.
Το παράδοξο βέβαια στην υπόθεση της απατεωνιάς είναι ότι όλες αυτές οι πολιτικές πρακτικές ουσιαστικά επιβραβεύθηκαν από την εργατική τάξη. Οι έλληνες καμάρωναν για χρόνια την επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και την άνοδο του χρηματιστηρίου. Δημιουργήθηκε μια εικονική ευημερία για την εργατική τάξη, με όργανο υλοποίησης τους τραπεζικούς ομίλους. Από το 1993 που παραιτήθηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχοντας ξεπουλήσει σχεδόν όλη την περιουσία του ελληνικού δημοσίου για να μειώσει τα ελλείμματα, χωρίς επιτυχία, πέρασαν μόλις 4 χρόνια και ξαφνικά η ελλάδα παρουσιάζεται ως οικονομικός παράδεισος. Κανείς δεν τόλμησε να μιλήσει για τη μεγαλύτερη οικονομική φούσκα παγκοσμίως. Οι ευθύνες βαραίνουν αποκλειστικά την εργατική τάξη. Δεν εξαπατήθηκε, έγινε η ίδια μέρος του αμερικάνικου ονείρου, στη νεοελληνική version και αντάλλαξε τη συνείδησή της με την κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών που δεν μπορούσε να αγοράσει.
Η νεοελληνική εργατική τάξη, αποδεχόμενη τη στροφή των επενδύσεων, από την παραγωγή προς την παροχή υπηρεσιών βιώνει την αλλοίωση του χαρακτήρα της με μία έκρηξη μικροαστισμού. Δημιουργείται η ψευδαίσθηση του life style αγνοώντας τις πραγματικές ανάγκες της ζωής. Δανείζεται χρήματα για την αγορά αυτοκινήτων, ρούχων και αξεσουάρ, ενώ φτάνει σε σημείο να χρεώνεται στις τράπεζες για να κάνει διακοπές. Όλα αυτά με μέσο μισθό τα 1000 ευρώ μηνιαίως. Σίγουρα δεν απαιτείται καμία ιδιαίτερη οικονομική μόρφωση για να αντιληφθεί κανείς ότι τα εισοδήματα του ελληνικού προλεταριάτου δεν επαρκούσαν για μικροαστική ζωή και dolce vita. Η ελληνική εργατική τάξη πορεύεται στο κανάλι «εύκολη παραγωγή – εύκολη κατανάλωση, ακόμη πιο εύκολη χρεωκοπία». Το ακόμη πιο τραγικό δεν είναι το υλικό ή οικονομικό χρέος αλλά το χρέος της ταξικής συνείδησης και της διαστρέβλωσης της καταγωγής του έλληνα εργάτη.
Ο κατήφορος βέβαια της εργατικής τάξης συμπαρασύρει και το εργατικό κίνημα. Ο πιο επιεικής χαρακτηρισμός για το εργατικό κίνημα, από τα χρόνια του παπανδρεϊκού πασοκ, είναι η λέξη τραγέλαφος. Καθοδηγούμενο από ένα μείγμα σοσιαλιστών και σταλινικών συνδικαλιστών, ξεπουλά σταδιακά κατακτήσεις δεκαετιών, όπως είναι το 8ωρο και η κοινωνική ασφάλιση, για να κάνει την υπέρβαση χαρίζοντας έως και το δώρο χριστουγέννων. Η κριτική για την κοινοβουλευτική αριστερά αρχίζει και τελειώνει με το φοβερό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ του 1987, όπου η εμπειρία τόσων αγώνων και η θυσία τόσων αγωνιστών μεταφράστηκε στο ότι ο δρόμος για την επανάσταση περνάει από την αλλαγή των συσχετισμών στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Δείγμα της κατάντιας, η εμμονή του ΚΚΕ να προτάσσει με το ΠΑΜΕ τη λαϊκή οικονομία, κάτι που ως γνωστόν έχει αποτύχει, αλλά και η ευρωπαϊκή εμμονή του ΣΥΡΙΖΑ γεμάτη ευχέλαια για την ευρώπη των λαών και των πολιτισμών. Στο ίδιο μήκος της αποσύνθεσης, η τίμια εξωκοινοβουλευτική αριστερά προσπαθεί να συσπειρώσει ένα κομμάτι κόσμου σε πρωτοβάθμια σωματεία με τη λογική της πολιτικής από τα κάτω. Η προσπάθεια σύστασης πρωτοβάθμιων σωματείων χωρίς οργανωτική δομή και με ίσους πολιτικούς όρους για τα μέλη, είναι ένα κύριο στοιχείο αναρχοσυνδικαλιστικής δράσης για το οποίο όμως ούτε λόγος να γίνεται. Η θεωρία ως γνωστόν απέχει μίλια από την πράξη και ο συνδικαλισμός με βάση την πολιτική από τα κάτω, απέχει έτη φωτός από τα διάφορα μορφώματα εκλογικά ή μη, τα οποία στήνουν οι αυτοχαρακτηριζόμενες ως μεταβατικές επαναστατικές οργανώσεις. Η πολυτασικότητα των μορφωμάτων αυτών και το άγχος της μετεπαναστατικής προοπτικής οδηγεί στην ανυποληψία αλλά και στην τραγικά μειοψηφική απεύθυνση στο εργατικό κίνημα.
Τη στιγμή που η οικονομική συγκυρία απαιτεί την αυταπάρνηση της εργατικής τάξης, το εργατικό κίνημα ίσως πρέπει να σταματήσει να διεκδικεί και να προασπίζει δικαιώματα που αποδεδειγμένα δεν έρχονται σε ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα και ν’ αρχίσει να απαλλοτριώνει και να καταλαμβάνει τον πλούτο που η ίδια η εργατική τάξη δημιούργησε.