Στις ΗΠΑ, το 1919 έμεινε γνωστό ως η «μεγάλη κόκκινη χρονιά» της Αμερικής. Κάπου 4,2 εκατομμύρια εργάτες κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις άθλιες συνθήκες δουλειάς, το αυξανόμενο κόστος ζωής, την προσπάθεια των αφεντικών να μειώσουν τους μισθούς και να πάρουν πίσω όλες τις κατακτήσεις που είχε κερδίσει το εργατικό κίνημα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η πιο δυναμική εμφάνιση της ριζοσπαστικοποίησης των εργατών έγινε στην πόλη του Σιάτλ. Εκεί, το Φλεβάρη του 1919 έγινε η μεγαλύτερη Γενική Απεργία στην ιστορία των ΗΠΑ και για λίγες μέρες οι εργάτες πήραν τον έλεγχο της πόλης στα χέρια τους.
Οι παμφλέτες της Ρώσικης Επανάστασης κυκλοφορούσαν κατά χιλιάδες ανάμεσα στους εργάτες του Σιάτλ για καιρό πριν την Γενική Απεργία. Ενας δημοσιογράφος περιέγραφε χαρακτηριστικά: «Μπορούσες να δεις αυτές τις μικρές παμφλέτες παντού, στα λεωφορεία, στα φέρυ-μπωτ, τις διάβαζαν οι εργάτες των ναυπηγείων καθώς πηγαίνουν για δουλειά. Οι επιχειρηματίες του Σιάτλ σχολίαζαν το φαινόμενο με πικρία. Ηταν ξεκάθαρο σε όλους ότι αυτοί οι εργάτες μελετούσαν συνειδητά και ενεργητικά πώς θα οργανώσουν τον ερχομό τους στην εξουσία».
Η βιομηχανική ανάπτυξη του Σιάτλ κατά τη διάρκεια του Πολέμου, είχε συνοδευτεί από αύξηση του συνδικαλισμού. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες είχαν ανέλθει από 15 χιλιάδες το 1915 στους 60 χιλιάδες μέχρι το τέλος του 1918. Επίσημα τα συνδικάτα του Σιάτλ ανήκαν στην AFL, τη Συνομοσπονδία των εργατών όλης της χώρας που αποτελούνταν από σωματεία ειδικευμένων εργατών και μαστόρων. Οι ιδέες όμως και η δράση τους ήταν τελείως διαφορετικά από την AFL που κυριαρχούνταν από συντηρητικές-συμβιβαστικές ηγεσίες. Ενας συντάκτης του Αρχείου των συνδικάτων, «μετριοπαθής» συνδικαλιστής ο ίδιος, έλεγε: «Πιστεύω ότι το 95% από εμάς συμφωνούν ότι οι εργάτες πρέπει να ελέγχουν τα εργοστάσια. Σχεδόν όλοι συμφωνούμε σε αυτό αλλά διαφωνούμε στη μέθοδο για να γίνει».
Στο κέντρο του εργατικού κινήματος ήταν οι 35.000 συνδικαλισμένοι εργάτες στα ναυπηγεία. Δυο βδομάδες μετά την ειρηνευτική συνθήκη που σήμανε τη λήξη του Πολέμου, τα συνδικάτα των ναυπηγείων αποφάσισαν να προτείνουν αυξήσεις στους μισθούς των ανειδίκευτων εργατών. Οι ιδιοκτήτες των ναυπηγείων όχι μόνο απέρριψαν το αίτημα, αλλά και προσπάθησαν να διασπάσουν τον αγώνα, προτείνοντας αυξήσεις μόνο στους ειδικευμένους εργαζόμενους. Οι τελευταίοι αρνήθηκαν τη δωροδοκία. Στις 21 Γενάρη του 1919, και οι 35.000 εργάτες των ναυπηγείων κατέβηκαν σε απεργία.
Ο επικεφαλής της κυβερνητικής επιτροπής που διοικούσε τα ναυπηγεία έστειλε στους ιδιοκτήτες τηλεγράφημα να μην δεχτούν τις αυξήσεις στους μισθούς και απείλησε με διακοπή όλων των συμβολαίων που είχαν υπογραφτεί με την κυβέρνηση. Οι εργάτες απευθύνθηκαν στο Εργατικό Κέντρο του Σιάτλ προτείνοντάς του να κηρύξει γενική απεργία.
Αρχικά τα αφεντικά γέλασαν με την απόφαση της γενικής απεργίας. Η εφημερίδα Tάιμς του Σιάτλ έγραψε ειρωνικά: «Μία γενική απεργία που θα στρέφεται ενάντια σε τι; Στην κυβέρνηση των ΗΠΑ; Ανοησίες! Ούτε το 15% των εργαζόμενων δεν πρόκειται να σκεφτεί μια τέτοια πρόταση». Κι όμως, σε μια ημέρα, 8 τοπικά σωματεία αποφάσισαν να συμμετέχουν στην απεργία. Μέσα σε δυο εβδομάδες, 110 σωματεία υιοθέτησαν την πρόταση με μεγάλες πλειοψηφίες.
Όταν η απεργία ξεκίνησε στις 6 Φλεβάρη του 1919, πάνω από 100 χιλιάδες εργάτες, σε μια πόλη 250.000 κατοίκων, βγήκαν στον αγώνα. Όχι μόνο οι 60.000 εργάτες της AFL, οι 3.500 εργάτες των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW) -του επαναστατικού συνδικάτου που οργάνωνε όλους τους εργάτες- ή τα χωριστά τοπικά σωματεία των εργατών γιαπωνέζικης καταγωγής, αλλά και οι 40.000 ασυνδικάλιστοι εργάτες της πόλης δεν πήγαν για δουλειά.
Απεργιακή Επιτροπή
Με απόφαση του Εργατικού Κέντρου, την απεργία ανέλαβε να καθοδηγήσει μια Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Την αποτελούσαν τρεις εκπρόσωποι από κάθε σωματείο που απεργούσε, όλοι εκλεγμένοι από τη βάση. Με τη σειρά της, η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή εξέλεξε μια 15μελή διοικούσα επιτροπή. Οι εργάτες δημιούργησαν έτσι μία άτυπη «παράλληλη» κυβέρνηση που κατάφερε με εντυπωσιακό τρόπο να οργανώσει κάθε πτυχή του αγώνα.
Οι οδηγοί των απορριμματοφόρων συμφώνησαν να μαζεύουν μόνο τα σκουπίδια που θα δημιουργούσαν πρόβλημα στη δημόσια υγεία. Οι εργάτες των πλυντηρίων οργάνωσαν ένα σχέδιο κρατώντας ένα μαγαζί-πλυντήριο ανοιχτό για τις ανάγκες των νοσοκομείων. Οι πυροσβέστες συμφώνησαν να συνεχίσουν τη δουλειά τους για τα επείγοντα περιστατικά. Όλα τα οχήματα που δούλευαν είχαν πινακίδα που έγραφε «Εχει εξαιρεθεί από την Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή».
Οι οδηγοί των φορτηγών γάλακτος οργάνωσαν το δικό τους σύστημα διανομής. Εστησαν 35 αυτοσχέδιους σταθμούς γάλακτος σε διαφορετικές γειτονιές, αγόραζαν το γάλα από μικρά αγροκτήματα κοντά στην πόλη και το διένειμαν από εκεί σε όλο το Σιάτλ. Ακόμα πιο επιτυχημένο ήταν το σύστημα της σίτισης. Οι μάγειροι, οι σερβιτόροι και οι άλλοι εργαζόμενοι του κλάδου αγόραζαν τα τρόφιμα, μαγείρευαν σε κουζίνες εστιατορίων και κανόνιζαν τη μεταφορά του φαγητού σε 21 αίθουσες-εστιατόρια σε όλη τη πόλη. Αυτή η πραγματικά τεράστια επιχείρηση λειτουργούσε ομαλά από τη δεύτερη κιόλας ημέρα της απεργίας, σερβίροντας 30.000 γεύματα στους απεργούς και τις κοινότητες.
Οι απεργοί προνόησαν και για την ασφάλεια της πόλης. Δύο ημέρες πριν ξεκινήσει η απεργία, όλα τα μέλη των συνδικάτων που ήταν πρώην στρατιώτες μαζεύτηκαν και δημιούργησαν ένα σώμα επιφορτισμένο να εξασφαλίσει την ηρεμία στους δρόμους. Η «Εργατική Φρουρά Βετεράνων του Πολέμου», όπως ονομάστηκε, είχε μόνο τη πειθώ της ως μέσο, δεν κουβαλούσε όπλα. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, δεν έγινε ούτε μία σύλληψη που να σχετιζόταν με την απεργία. Ο ίδιος ο στρατιωτικός διοικητής του Σιάτλ ομολόγησε ότι στα 45 χρόνια της στρατιωτικής του εμπειρίας ποτέ άλλοτε δεν είδε μια πόλη τόσο ήσυχη και σε τάξη.
Το πέρασμα της πόλης στα χέρια των εργατών και μάλιστα με τον πιο ειρηνικό τρόπο, πανικόβαλε την άρχουσα τάξη. Η αρχική τους ειρωνεία για τη γενική απεργία έγινε τρόμος. Σύμφωνα με το δήμαρχο της πόλης: «Η δήθεν απεργία συμπαράστασης στους εργάτες των ναυπηγείων ήταν μια απόπειρα επανάστασης. Το ότι δεν υπήρξε καθόλου βία, δεν αλλάζει αυτό το γεγονός. Η πρόθεση, ανακοινωμένη είτε ανοιχτά είτε με υπονοούμενα, ήταν να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Πρώτα εδώ, μετά παντού. Πράγματι, δεν υπήρξαν πυροβολισμοί, βόμβες, δολοφονίες. Η επανάσταση, επαναλαμβάνω, δεν χρειάζεται βία. Μια γενική απεργία, όπως μπήκε σε εφαρμογή στο Σιάτλ, αποτελεί από μόνη της όπλο της επανάστασης, πολύ πιο επικίνδυνη γιατί είναι σιωπηλή. Για να πετύχει χρειάζεται να παραλύσουν τα πάντα, να σταματήσει ολόκληρη η ζωή μιας κοινωνίας. Με άλλα λόγια η κυβέρνηση καταργείται και αυτός είναι ο σκοπός μιας επανάστασης».
Βλέποντας ότι τα στρατεύματα της Εθνοφρουράς που έδρευαν στην πόλη δεν ήταν αρκετά, οι αρχές ζήτησαν ενισχύσεις. Τη δεύτερη μόλις ημέρα της απεργίας, 7 Φλεβάρη, 950 ναύτες κατέφτασαν και στρατοπέδευσαν σε στρατηγικά σημεία του Σιάτλ. Ο δήμαρχος, που έβλεπε τον εαυτό του ως «σωτήρα από τον Μπολσεβικισμό», διέθεσε 600 αστυνομικούς και διόρισε 2.400 ειδικούς αστυνομικούς, οι περισσότεροι στρατολογημένοι φοιτητές από το Πανεπιστήμιο της πολιτείας της Ουάσιγκτον. Εχοντας οργανώσει τις δυνάμεις της αντεπίθεσης, έστειλε στην Απεργιακή Επιτροπή το τελεσίγραφο να λήξει η απεργία, διαφορετικά θα κήρυττε στρατιωτικό νόμο.
Κάτω από αυτή την απειλή, η διοικούσα επιτροπή αποφάσισε στις 8 Φλεβάρη με ψήφους 13 έναντι 1 να βάλει τέλος στην απεργία. Τα μέλη της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής ήταν έτοιμα να συμφωνήσουν, όταν σε ένα διάλειμμα της συνεδρίασής τους συναντήθηκαν με εργαζόμενους της βάσης. Η αγανάκτηση που συνάντησαν από τους εργαζόμενους τους ανάγκασε να ψηφίσουν υπέρ της συνέχισης της απεργίας.
Η πίεση της βάσης δεν ήταν παρόλα αυτά αρκετά οργανωμένη για να εμποδίσει τους ηγέτες της AFL να απειλήσουν ακόμα και με διαγραφή των σωματείων και των συνδικαλιστών που δε θα υπάκουαν στην γραμμή τους για αναστολή της απεργίας. Στις 11 Φλεβάρη η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή αποφάσισε τη λήξη της απεργίας, σε μια συνεδρίαση στην οποία απαγορεύτηκε να ψηφίσουν οι εκπρόσωποι των εργατών στα ναυπηγεία.
Αμέσως μετά το τέλος της απεργίας, τα αφεντικά εξαπέλυσαν σκληρή επίθεση στο συνδικαλισμό με διώξεις πολλών πρωτεργατών της, ιδιαίτερα όσων ήταν μέλη των IWW. Οι εργάτες του Σιάτλ όμως, καταλαμβάνοντας μια ολόκληρη πόλη και λειτουργώντας την για λογαριασμό τους, έδειξαν τις δυνατότητες που έχει η εργατική τάξη να οργανώσει μια κοινωνία χωρίς αφεντικά. 90 χρόνια μετά, το παράδειγμά τους συνεχίζει να είναι επίκαιρο.
http://classwar.espiv.net/?p=697