Νομίζω ότι η απόφαση της λαϊκής συνέλευσης εναντίον των κομμάτων κάθε άλλο παρα θα πρεπε να μας ξενίζει. Καλό είναι βέβαια να ξέρουμε κάτω απο ποιές συνθηκες κ με τι σκεπτικό πάρθηκε μια τέτοια απόφαση. Ωστόσο τα κόμματα, κ εννοώ κ αυτα της αριστεράς μοιάζουν να έχουν επιτελέσει εδώ και καιρό τον ιστορικο τους ρόλο. Η τόσο μεγάλη καθυστέρηση τους σε σχέση με τη κοινωνία και τις αναγκές της μας δείχνει ότι μάλλον πρόκειται για παρωχημένο θεσμό. Τα αποτελέσματα των εκλογών με τα αυξημένα ποσοστά της αποχής έξάλλου δείχνουν προς αυτη ακριβώς τη κατευθυνση. Δηλαδή της αδυναμίας των κομάτων να εκφράσουν τη κοινωνία. Προσπαθώντας να εξετάσουμε το πρόβλημα πιο συνολικά και έξω απο τις ευθυνες που διατηρούν οι εκάστοτε ηγεσίες θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι η κρίση των κομμάτων βρίσκεται στην ίδια την αρχή της εκπροσωπισης. Εκει ακριβώς κυοφορείται ο σπόρος της γραφειοκρατίας κι εκει αρχίζουν να αναδυονται επιμέρους συμφέροντα που όχι μόνο αποκόπτουν τα κόμματα απο τη κοινωνία, αλλά στρέφονται κι εναντίον της. Πολλά τα παραδείγματα με κομματικές θέσεις οι φορείς των οποίων όταν έρχεται η ωρα της επιλογής και της ρήξης με το πολιτικό σύστημα κάνουν πίσω, είτε για να μη χάσουν τις δουλειές τους και βρεθούν άνεργες και άνεργοι είτε τα προνομια τους. Ειδικά μάλιστα όταν δεν τίθεται ζήτημα κατάληψης της εξουσίας, δηλαδή δεν είναι σίγουροι ότι θα κυβερνήσουν. Οι παραπάνω συμπεριφορές είναι καταγράψιμες απο τους πολίτες και μπορούν κάλιστα να αιτιολογούν και την αποστροφή απέναντι στα κόμματα. Στον αντίποδα αυτης της προβληματικής θα πρέπει να μας αποσχολήσει ένα άλλο ερώτημα που αφορά τη στάση του κινήματος έναντι άλλων συλλογικοτήτων : όπως οι αντιρατσιστικές οργανώσεις ή οι πρωτοβουλίες υπεράσπισης μεταναστών για παράδειεγμα. Εκει έχει σημασία να δούμε ποια είναι η στάση της συνέλευσης και ποιά τα επιχειρήματα.
Σε ότι αφορά τα σύμβολα και τις σημαίες, είναι φανερό ότι πολιτικά αλλά κ αισθητικά το θέαμα με τις ελληνικές σημαίες δεν μπορεί να ικανοποιεί καθόλου όσες και όσους εχουν μια αντεθνικιστική κουλτούρα και διεθνιστικά αντανακλαστικά. Ομως οφείλουμε να δούμε τί σημαίνει ακριβώς, και κυρίως γιατί συμβαίνει. Το ότι επιτρέπονται εθνικές, κ όχι μόνο η ελληνική, σημαίες παραπέμπει μάλλον στο ότι αυτοι οι άνθρωποι στη προσπάθεια τους να βρουν κοινα σημεία επιλέγουν σύμβολα που σχετίζονται με αυτο που θεωρούν ότι είναι το συνεκτικό στοιχείο μετάξυ τους: δλδ ότι είναι έλληνες πολίτες, για την ελληνική σημαία, και πολίτες αλληλέγγυοι με πολίτες άλλων χωρών που έιχαν παρόμοια κρίση στο εσωτερικό τους ή έτσι την εκλαμβάνουν τελος πάντων, για αυτους που κρατανε άλλες σημαιές. Αυτά νομίζω ότι θα μπορούσαν να χαρακτηρίζουν τους σημαιοκραδαίνοντες που δεν έχουν ξανακατέβει στο δρόμο αλλά και που δεν έχουν ταυτίσει, για κάποιο λόγο, την ελληνική σημαία με τον ελληνικο εθνικισμό. Εδω θα πρέπει να θυμήσουμε ότι η διδασκαλία της ιστορίας μας ειναι και παραμένει εθνικοκεντρική. Οι μόνες και μόνοι που εξαιρούνται απο το εθνικοκεντρικό εκπαιδευτικό σύστημα που διέπει όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον θεωρητικά οι αποφοιτες και αποφοιτοι ιστορικών τμημάτων. Και πάλι όχι όλοι. Το ντοκιμαντέρ του σκάι ήταν πολύ χαρακτηριστικό ως προς αυτή την κατευθυνση, διότι διακύρηξε δια στόματος Βερεμη ότι στόχος ενός εκπαιδευτικού συστήματος είναι και η συγκρότηση εθνικής ταυτότητας. Και με βάση αυτό το επιχείρημα είχε μάλιστα εξωραϊσει την παραχάραξη κυριολεκτικά γεγονότων κατα τη περίοδο της ελληνικής επαναστασης και των βιαιπραγιών που με περισσή λεβεντιά έκαναν οι έλληνες σε βάρος του μουσουλμανικού κι εβραϊκού στοιχείου, ακριβώς γιατι η κατασκευή εθνικής ταυτότητας δεν μπορει να μη βασίζεται στο ένδοξο παρελθον. Η άποψη αυτη του Βερέμη νομίζω ότι απηχεί το κοινό πολιτικό αίσθημα των κυβερνώντων στη ελλάδα.
Εκτός όμως απο τον εθνικοκεντρικό χαρακτήρα της ελληνικής εκπαίδευσης, που διαμορφώνει συνειδήσεις και εν προκειμένω και αυτων που κατεβαίνουν στις πλατείες, δεν πρέπει να ξεχνάμε κ έναν ακομα παράγοντα : τη τεράστια κρίση στην οποία βρίσκεται αυτη τη στιγμή η ευρωπαϊκή ταυτότητα. Το ευρωπαϊκό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας με λίγα λόγια απέτυχε. Κι αυτό το νοιώθει ο κόσμος στο πετσί του με τα μέτρα του μνημονίου. Η στροφή επομένως στην εθνική ταυτότητα είναι λογική συνέπεια και φαντάζει η μόνη ταυτότητα στην οποία μπορουν να βασιστούν οι πολίτες. Και να βασιστούν οχι θεωρητικά, ή ψυχολογικά, ή ιδεολογικά, αλλά πρακτικά στρατηγικά για να διεκδηκήσουν πίσω τις ζωές τους. Σε ποιο πολιτικό επίπεδο από αυτά που προσφέρει η τριχοτόμηση των εξουσιών εντός ευρωζώνης (ΕΚΤ αρχηγοι κρατων εθνικα κρατη), μπορούν να επέμβουν οι πολίτες για να αλλάξουν τις αποφάσεις που παίρνουν άλλοι γι αυτούς στο όνομα των συμφερόντων των τραπεζών; Στην ευρωβουλή; μα το ευρωκοινοβούλιο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφασίσει κάτι. Ακόμα και τη πλειοψηφία να είχαμε σε όλα τα όργανα της ΕΕ πάλι θα προσκρούαμε στις συμφωνίες των αρχηγων κρατών, οι οποίοι εκλέγονται απο τα επιμέρους κράτη. Βιώνουμε ακριβώς αυτο το παραλογισμό :να ειμαστε καταδικασμένοι στη φτωχεια χωρίς να έχουμε καμμια δυνατότητα πολιτικά να αντιστρέψουμε τους συσχετισμους. Να υφιστάμεθα την οικονομική πολιτική ανθρώπων που δεν εκλεξαμε και δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε. Γιατί εντός ΕΕ δεν υπάρχουν θεσμικα όργανα δημοκρατικά εκλεγμένα γι αυτό. Δεν υπάρχει με άλλα λόγια πολιτικά ενοποιημένη ευρωπη. Ολη αυτη τη παρανοια ο κόσμος και την νοιώθει και τη ξέρει. Κι εδω είναι που πρέπει να προσέξουμε πολύ μα πάρα πολύ η αντίδραση στη ευρωπη των τραπεζοτοκογλύφων να μη γίνει φασισμός.
Τέλος θα πρέπει να αναρρωτηθούμε το γιατί η κοινωνική ιδιότητα των εργαζομένων, η ένταξη τους στη παραγωγή ή ακόμα και η μη ένταξη τους σε αυτην στο βαθμό που είναι εκτός αγοράς εργασίας δεν αρκεί ώστε να αποτελέσει συνδετικό κρίκο και να διαμορφωσει ταυτότητες στις οποίες θα μπορούσαν επίσης να συγκροτηθούν αποφεύγοντας εκείνη του έλληνα ή ευρωπαίου πολίτη. Η ένταξη όμως σε αυτην την εργασιακή ταυτότητα, ή κοινωνική τάξη κατ άλλους με βάση τη θέση στη παραγωγή, ή ταξική συνείδηση όπως λέγαμε παλιά είναι έννοιες που επίσης βρίσκονται σε κρίση στην Ελλάδα. Μια κρίση που έχει να κάνει μεταξύ άλλων και με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομιας μιας οικονομίας χωρίς βιομηχανικούς εργάτες για παράδειγμα, και το κατακερματισμό σε επιμέρους συμφέροντα και στρωματώσεις που παρατηρέιται στο κόσμο της εργασίας και που δυσχεραίνει τη δημιουργία ευρύτερων μετώπων απέναντι στους εργοδότες.
Μένοντας λοιπον σπίτι του η καθεμια κ ο καθένας κοιτώντας τους αγανακτησμένους αφ υψηλού γιατί δεν ειναι αρκετα επαναστάτες αλλά είναι μικροαστοί, πράγμα που δεν είναι κατ ανάγκη ψέμα, αφήνει τα πράγματα στη τυχη τους. Ομως στη πραγματικότητα τίποτα δεν έχει τελειώσει. Και μοιάζουμε ήδη να κάνουμε το μνημοσύνο. Το ότι δεν έχει λάβει ριζοσπαστικότερες μορφές δράσης δεν σημαίνει ότι δεν μπορει να τις πάρει. Η κάθε παρουσία μετράει. Το να πας στη συνέλευση χωρίς ελληνική σημαία είναι πολιτική πραξη. Το να τοποθετηθεις υπέρ των μεταναστών και κατα του ρατσισμού επίσης είναι πολιτική πράξη. Οπως και απλά το να μη μιλήσεις κατα των μεταναστων, να μη τους θεωρήσεις δλδ υπέυθυνους για τη κρίση. Το να συμμετεχεις στις συν/σεις κ να αντάλλασεις αποψεις, αγωνίες ιδεες με το κόσμο είναι πολιτική πράξη και παράγει αποτελέσματα. Χωρίς κόματα κ έτοιμες λύσεις, όλα απο την αρχή. Τα ίδια τα κοινωνικά κινήματα είναι φορείς και παραγουν τα ίδια και θεωρία και λύσεις, σε όλα τα επίπεδα. Και ως προς αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε: Αν δεν υπήρχαν τα συνδικάτα και οι μεγάλες απεργίες θα υπήρχε κευνσυανή σχολή στα οικονομικά; Αν δεν υπήρχαν επαναστατικά κινήματα πριν απο το Μαρξ, θα υπήρχε μαρξιστική σχολή σκέψης;
Τελειώνοντας θα ήθελα θιξω και κάτι άλλο: Βασικό σημείο της κριτικής που ακούγεται κατα των συγκεντρωσεων στις πλατειες είναι ότι το κίνημα αυτό το στηρίζει το σύνολο των μίντια και του πολιτικου κόσμου, προσφατα και ο τέος βασιλιάς. Το γεγονός ότι όλοι αυτοι είδαν τον όγκο των πολιτών να βγαίνουν στους δρόμους και τους καλοπιάνουν φοβούμενοι να μη ριζοσπαστικοποιηθει κ οργανώσει απεργίες ή άλλες δυναμικότερες μορφές διεκδήκησης, είναι λόγος να απέχουμε; Αντιθέτως νομίζω ότι είναι ακριβώς ο λόγος για να συμμετέχουμε.
Σίσσυ Μπάρα