του Μάρεϊ Μπούκτσιν
Η πιο συχνή ίσως κριτική που έχουν πραγματοποιήσει τόσο οι Μαρξιστές όσο και οι αναρχικοί ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι ο ισχυρισμός πως οι σύγχρονες πόλεις είναι υπερβολικά μεγάλες για να οργανωθούν λειτουργικά επί τη βάσει λαϊκών συνελεύσεων. Κάποιοι επικριτές θεωρούν πως αν στοχεύουμε στην πραγματική δημοκρατία, ο καθένας από την ηλικία των μηδέν μέχρι τα εκατό, ασχέτως υγείας, διανοητικής κατάστασης ή ιδιοσυγκρασίας, πρέπει να λαμβάνει μέρος στη λαϊκή συνέλευση και πως μία συνέλευση πρέπει να είναι μικρή όσο μία αμερικάνικου τύπου ομάδα ψυχοθεραπείας ή μία «ομάδα συγγένειας», όπως την αποκαλεί κάποιος από τους επικριτές. Αλλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, υποστηρίζουν αυτοί οι επικριτές, οι οποίες έχουν πληθυσμό μερικών εκατομμυρίων κατοίκων, θα χρειαζόμασταν πολλές χιλιάδες συνελεύσεις προκειμένου να επιτύχουμε πραγματική δημοκρατία. Σε τέτοιες πόλεις, επιχειρηματολογούν, μία τέτοια πλειάδα μικρών συνελεύσεων θα ήταν πολύ βραδυκίνητη και δυσλειτουργική.
Όμως ένας μεγάλος αστικός πληθυσμός δεν είναι από μόνος του εμπόδιο για τον ελευθεριακό δημοτισμό. Πράγματι, βασιζόμενοι σε έναν υπολογισμό ο οποίος θα θεωρούσε όλους τους κατοίκους ως συμμετέχοντες πολίτες – οι 48 Παρισινοί τομείς του 1793 θα είχαν υπάρξει εντελώς μη λειτουργικοί, δεδομένου πως το επαναστατημένο Παρίσι είχε έναν πληθυσμό 500.000 με 600.000 ανθρώπων. Εάν κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί, καθώς και κάθε παθολογικά φρενοβλαβές και εντελώς δυσλειτουργικό άτομο είχε παρακολουθήσει τις τομεακές συνελεύσεις και εφόσον αυτές δεν είχαν πάνω από 40 άτομα, η αριθμητική μας λέει πως θα χρειάζονταν περίπου 15.000 συνελεύσεις για να στεγάσουν όλους τους ανθρώπους του επαναστατημένου Παρισιού. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε ποτέ να έχει συμβεί η Γαλλική επανάσταση.
Αυτοί οι επικριτές είναι συνήθως κάθε άλλο παρά επαναστάτες, και πιθανότατα πιστεύουν πως η ιστορία θα ήταν πολύ καλύτερη αν οι παρισινοί τομείς δεν είχαν υπάρξει ποτέ για να προωθήσουν τη Γαλλική επανάσταση. Η αντίρρησή τους αναπαριστά τον εργαλειακό νου ως υπολογιστική μηχανή, στη χειρότερη εκδοχή του. Κατ’ αρχάς, μία λαϊκή δημοκρατία δεν βασίζεται στην ιδέα πως ο καθένας θα μπορεί ή και θα θέλει να παρακολουθεί λαϊκές συνελεύσεις. Ούτε θα έπρεπε κάποιος να κάνει τη συμμετοχή υποχρεωτική, εξαναγκάζοντας τον καθένα να συμμετέχει. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως σπάνια η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, σε ένα συγκεκριμένο τόπο, έτυχε να εμπλακεί στην επανάσταση, πόσο μάλλον το σύνολό των ανθρώπων – πράγματι, με βάση όσα γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στην επαναστατική ιστορία. Απέναντι στην εξέγερση, σε μία επαναστατική κατάσταση όπου κάποιοι άγνωστοι αγωνιστές, υποβοηθούμενοι από έναν μικρό αριθμό υποστηρικτών, εξεγείρονται και ανατρέπουν την καθεστικυία τάξη, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως ενεργοί ή αδρανείς παρατηρητές.
Έχοντας κάνει προσεκτική ανασκόπηση της εξέλιξης όλων σχεδόν των κύριων επαναστάσεων στο ευρω-αμερικανικό κόσμο, μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως πως ακόμη και σε μία απολύτως επιτυχημένη επανάσταση, μόνο μία μειοψηφία των ανθρώπων παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις οι οποίες έπαιρναν σημαντικές αποφάσεις για τη μοίρα της κοινωνίας τους. Η εκτενής διαφοροποίηση όσον αφορά στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση, στα συμφέροντα, στη μόρφωση και εν γένει στο υπόβαθρο μεταξύ των μαζών μέσα σε μία καπιταλιστική κοινωνία, εγγυάται πως οι άνθρωποι θα ελκυσθούν και θα συμμετέχουν κατά κύματα στις επαναστατικές διαδικασίες, εάν πρόκειται να συμμετέχουν σε μια επανάσταση. Το πρώτο και πιο μαχητικό κύμα είναι, αριθμητικά, εκπληκτικά μικρό. Ακολουθείται όμως από κάποιους παρατηρητές οι οποίοι ενώνονται με το πρωτεύον κύμα, αν η εξέγερση φανεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας. Μόνο αφότου τη εξέγερση συγκεντρώσει και άλλες πιθανότητες επιτυχίας, την ακολουθούν σε διάφορους βαθμούς και τα πολιτικώς λιγότερο ανεπτυγμένα κύματα. Ακόμη και όταν η εξέγερση έχει επιτύχει, απαιτείται χρόνος ώστε η πραγματική πλειοψηφία του πληθυσμού να συμμετάσχει πλήρως στην επαναστατική διαδικασία, συνήθως ως πλήθος σε διαδηλώσεις και πιο σπάνια ως συμμετέχοντες στους επαναστατικούς θεσμούς.
Στην Αγγλική Επανάσταση της δεκαετίας του 1640 για παράδειγμα, ήταν κυρίως ο στρατός των Πουριτανών που έθεσε τα πιο δημοκρατικά αιτήματα, με την υποστήριξη των Levellers (Ισοπεδωτών), οι οποίοι συνιστούσαν ένα πολύ μικρό κλάσμα του πληθυσμού των πολιτών. Η Αμερικανική Επανάσταση συγκέντρωνε τη διαβόητη υποστήριξη, αν και σε καμία περίπτωση την ενεργή υποστήριξη, μόλις του ενός τρίτου του αποικιακού πληθυσμού. Η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, συγκέντρωσε την κύρια υποστήριξή της στο Παρίσι και κατάφερε να προχωρήσει με τους 48 τομείς του, η πλειονότητα των οποίων βασιζόταν σε συνελεύσεις με χαμηλή προσέλευση, εκτός από τις περιπτώσεις που υπό το βάρος βαρυσήμαντων αποφάσεων ξεσηκώνονταν οι πιο επαναστατικές γειτονιές.
Στην πραγματικότητα, αυτό που καθόρισε την έκβαση των περισσοτέρων επαναστάσεων, ήταν λιγότερο το πόση υποστήριξη έλαβαν τα πιο μαχητικά κομμάτια της, αλλά μάλλον ο βαθμός της αντίστασης που αντιμετώπισαν. Αυτό που έφερε τον Λουδοβίκο τον 16ο μαζί με την οικογένειά του από τις Βερσαλλίες πίσω στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1789, σίγουρα δεν ήταν όλες οι γυναίκες του Παρισιού – στην πραγματικότητα μόνο μερικές χιλιάδες συμμετείχαν στην περίφημη πορεία προς τις Βερσαλλίες – αλλά μάλλον η ανικανότητα του βασιλιά να κινητοποιήσει αρκετές και αξιόπιστες δυνάμεις για να τους αντισταθεί. Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στην Πετρούπολη – η οποία αποτελεί για πολλούς ιστορικούς «μοντέλο» αυθόρμητης μαζικής επανάστασης (με μία εξέγερση πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι υποδεικνύουν οι περισσότερες διηγήσεις) – ήταν επιτυχημένη επειδή ούτε καν η προσωπική φρουρά του τσάρου ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί τη μοναρχία, πόσο μάλλον οι πάλαι ποτέ αξιόπιστοι υποστηρικτές του δεσποτισμού, δηλαδή οι Κοζάκοι. Στην επαναστατημένη Βαρκελώνη του 1936, η αντίσταση στις δυνάμεις του Φράνκο ξεκίνησε από μόλις μερικές χιλιάδες αναρχοσυνδικαλιστές με τη βοήθεια της «Αστικής Φρουράς» (Guardia de Asalto), της οποίας η πειθαρχία, ο οπλισμός και η εκπαίδευση ήταν αναγκαίος παράγοντας για τον εντοπισμό και την τελική νίκη ενάντια στην εξέγερση του τακτικού στρατού.
Είναι τέτοιοι «αστερισμοί» δυνάμεων που εξηγούν πως οι επαναστάσεις επιτυγχάνουν στην πράξη. Δεν θριαμβεύουν επειδή «οι πάντες» ή ακόμα και η πλειονότητα του πληθυσμού, συμμετέχουν ενεργά στην ανατροπή ενός καταπιεστικού καθεστώτος, αλλά επειδή οι ένοπλες δυνάμεις της παλιάς τάξης πραγμάτων αλλά και γενικότερα ο πληθυσμός, δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν απέναντι σε μία μαχητική και αποφασισμένη μειοψηφία.
Ούτε είναι πιθανό, όσο κι αν είναι επιθυμητό μετά από μία επιτυχημένη εξέγερση, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και των καταπιεσμένων, να συμμετέχει προσωπικά στην επαναστατική δραστηριότητα της κοινωνίας. Έπειτα από την επιτυχία μίας επανάστασης, η πλειονότητα των ανθρώπων τείνουν να αποσύρονται στις εστίες τους, όσο μικρές ή μεγάλες κι αν είναι αυτές, όπου τα προβλήματα της καθημερινής ζωής έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις μάζες. Αυτές οι εστίες μπορεί να είναι οικιστικές ή βιομηχανικές γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, ο περίγυρος χωριών και οικισμών ή ακόμη και διασκορπισμένοι χώροι κατοικίας και εργασίας σε μεγάλη απόσταση από αστικές περιοχές.
Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να δω πως το μεγάλο μέγεθος των σύγχρονων πόλεων συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη δημιουργία ενός κινήματος συνελεύσεων γειτονιάς. Οι πόρτες των συνελεύσεων γειτονιάς πρέπει να είναι πάντα ανοιχτές για όποιον ζει στη γειτονιά. Άτομα λιγότερο συνειδητοποιημένα πολιτικά, μπορεί να επιλέξουν να μην παρακολουθούν τις εργασίες της συνέλευσης γειτονιάς στην οποία ανήκουν και δεν πρέπει να υποχρεωθούν να το κάνουν. Οι συνελεύσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ήδη αρκετά προβλήματα πέρα από τους αδιάφορους παριστάμενους και τους περαστικούς. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι πόρτες των συνελεύσεων θα παραμένουν ανοικτές για όλους αυτούς που επιθυμούν να παρακολουθήσουν και να λάβουν μέρος, μιας και σε αυτό το χαρακτηριστικό εδράζεται η αυθεντική δημοκρατική φύση των συνελεύσεων γειτονιάς.
Μία άλλη κριτική που έχω ακούσει ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι πως ένας δυναμικός ομιλητής ή μία ομάδα, θα είναι ίσως σε θέση να χειραγωγήσουν το πλήθος, όπως για παράδειγμα τους πολίτες σε μία συνέλευση. Αυτή η χονδροειδέστατη κριτική θα μπορούσε να εκτοξευτεί ενάντια σε οποιονδήποτε δημοκρατικό θεσμό, είτε είναι μία μεγάλη συνέλευση, μία μικρή επιτροπή, ένα εξειδικευμένο συνέδριο ή συνάντηση, ακόμη και μία «ομάδα συγγένειας». Κατά την άποψή μου, μία τόσο ξεκάθαρη απόπειρα να καταφερθούν ενάντια σε κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μία λαϊκή οργάνωση, μετά βίας αξίζει την όποια συζήτηση. Το μέγεθος της ομάδας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα εδώ – κάποιες από τις πιο βάναυσες τυραννίες εμφανίζονται σε πολύ μικρές ομάδες, όπου μία ή δύο επιβλητικές παρουσίες μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω σε όλους τους υπόλοιπους.
Αυτό που θα μπορούσαν να ρωτήσουν οι επικριτές – αλλά σπάνια το κάνουν – είναι το πως θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε άτομα με μεγάλη πειθώ να επιχειρήσουν τη δημαγώγηση οποιασδήποτε λαϊκής συνέλευσης, ανεξαρτήτως μεγέθους. Κατά την άποψή μου, το μόνο εμπόδιο σε τέτοιες απόπειρες μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός οργανωμένου σώματος επαναστατών – ναι, ακόμη και μίας φράξιας – η οποία θα είναι αφοσιωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, στην εφαρμογή του ορθού λόγου και στην προώθηση της ηθικής της δημόσιας υπευθυνότητας. Μία τέτοια ομάδα ή οργάνωση θα χρειαστεί, κατά την άποψή μου, όχι μόνο πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά, όταν το δομικό πρόβλημα της δημιουργίας σταθερών, παιδευτικών και με διάρκεια δημοκρατικών θεσμών θα είναι στην ημερήσια διάταξη.
Μία τέτοια οργάνωση θα χρειαστεί ειδικά κατά την περίοδο της κοινωνικής αναδόμησης, όταν θα πραγματοποιούνται οι προσπάθειες να γίνει ο ελευθεριακός δημοτισμός πράξη. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε πως απλά και μόνο επειδή προτείνουμε την εδραίωση συνελεύσεων γειτονιάς, θα είμαστε πάντα – ή έστω και συχνά – η πλειοψηφία σε αυτούς τους θεσμούς, στη δημιουργία των οποίων παίξαμε τόσο καθοριστικό ρόλο. Είναι γεγονός πως πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι να γίνουμε η μειοψηφία, μέχρι που οι συγκυρίες και οι κοινωνικές συνθήκες θα καταστήσουν τα μηνύματά μας στη ευρύτητά τους αποδεκτά από τις πλειοψηφίες των συνελεύσεων.
[*] Πρόκειται για απόσπασμα από το άρθρο του με τίτλο Η επαναστατική πολιτική του ελευθεριακού δημοτισμού, το οποίο δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά.
http://dimotismos.gr/2011/01/10/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CF%83/
Η πιο συχνή ίσως κριτική που έχουν πραγματοποιήσει τόσο οι Μαρξιστές όσο και οι αναρχικοί ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι ο ισχυρισμός πως οι σύγχρονες πόλεις είναι υπερβολικά μεγάλες για να οργανωθούν λειτουργικά επί τη βάσει λαϊκών συνελεύσεων. Κάποιοι επικριτές θεωρούν πως αν στοχεύουμε στην πραγματική δημοκρατία, ο καθένας από την ηλικία των μηδέν μέχρι τα εκατό, ασχέτως υγείας, διανοητικής κατάστασης ή ιδιοσυγκρασίας, πρέπει να λαμβάνει μέρος στη λαϊκή συνέλευση και πως μία συνέλευση πρέπει να είναι μικρή όσο μία αμερικάνικου τύπου ομάδα ψυχοθεραπείας ή μία «ομάδα συγγένειας», όπως την αποκαλεί κάποιος από τους επικριτές. Αλλά στις μεγάλες πόλεις του κόσμου, υποστηρίζουν αυτοί οι επικριτές, οι οποίες έχουν πληθυσμό μερικών εκατομμυρίων κατοίκων, θα χρειαζόμασταν πολλές χιλιάδες συνελεύσεις προκειμένου να επιτύχουμε πραγματική δημοκρατία. Σε τέτοιες πόλεις, επιχειρηματολογούν, μία τέτοια πλειάδα μικρών συνελεύσεων θα ήταν πολύ βραδυκίνητη και δυσλειτουργική.
Όμως ένας μεγάλος αστικός πληθυσμός δεν είναι από μόνος του εμπόδιο για τον ελευθεριακό δημοτισμό. Πράγματι, βασιζόμενοι σε έναν υπολογισμό ο οποίος θα θεωρούσε όλους τους κατοίκους ως συμμετέχοντες πολίτες – οι 48 Παρισινοί τομείς του 1793 θα είχαν υπάρξει εντελώς μη λειτουργικοί, δεδομένου πως το επαναστατημένο Παρίσι είχε έναν πληθυσμό 500.000 με 600.000 ανθρώπων. Εάν κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί, καθώς και κάθε παθολογικά φρενοβλαβές και εντελώς δυσλειτουργικό άτομο είχε παρακολουθήσει τις τομεακές συνελεύσεις και εφόσον αυτές δεν είχαν πάνω από 40 άτομα, η αριθμητική μας λέει πως θα χρειάζονταν περίπου 15.000 συνελεύσεις για να στεγάσουν όλους τους ανθρώπους του επαναστατημένου Παρισιού. Υπό αυτές τις συνθήκες όμως, είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε ποτέ να έχει συμβεί η Γαλλική επανάσταση.
Αυτοί οι επικριτές είναι συνήθως κάθε άλλο παρά επαναστάτες, και πιθανότατα πιστεύουν πως η ιστορία θα ήταν πολύ καλύτερη αν οι παρισινοί τομείς δεν είχαν υπάρξει ποτέ για να προωθήσουν τη Γαλλική επανάσταση. Η αντίρρησή τους αναπαριστά τον εργαλειακό νου ως υπολογιστική μηχανή, στη χειρότερη εκδοχή του. Κατ’ αρχάς, μία λαϊκή δημοκρατία δεν βασίζεται στην ιδέα πως ο καθένας θα μπορεί ή και θα θέλει να παρακολουθεί λαϊκές συνελεύσεις. Ούτε θα έπρεπε κάποιος να κάνει τη συμμετοχή υποχρεωτική, εξαναγκάζοντας τον καθένα να συμμετέχει. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως σπάνια η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, σε ένα συγκεκριμένο τόπο, έτυχε να εμπλακεί στην επανάσταση, πόσο μάλλον το σύνολό των ανθρώπων – πράγματι, με βάση όσα γνωρίζω, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ στην επαναστατική ιστορία. Απέναντι στην εξέγερση, σε μία επαναστατική κατάσταση όπου κάποιοι άγνωστοι αγωνιστές, υποβοηθούμενοι από έναν μικρό αριθμό υποστηρικτών, εξεγείρονται και ανατρέπουν την καθεστικυία τάξη, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως ενεργοί ή αδρανείς παρατηρητές.
Έχοντας κάνει προσεκτική ανασκόπηση της εξέλιξης όλων σχεδόν των κύριων επαναστάσεων στο ευρω-αμερικανικό κόσμο, μπορώ να πω μετά λόγου γνώσεως πως ακόμη και σε μία απολύτως επιτυχημένη επανάσταση, μόνο μία μειοψηφία των ανθρώπων παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις οι οποίες έπαιρναν σημαντικές αποφάσεις για τη μοίρα της κοινωνίας τους. Η εκτενής διαφοροποίηση όσον αφορά στην πολιτική και κοινωνική συνείδηση, στα συμφέροντα, στη μόρφωση και εν γένει στο υπόβαθρο μεταξύ των μαζών μέσα σε μία καπιταλιστική κοινωνία, εγγυάται πως οι άνθρωποι θα ελκυσθούν και θα συμμετέχουν κατά κύματα στις επαναστατικές διαδικασίες, εάν πρόκειται να συμμετέχουν σε μια επανάσταση. Το πρώτο και πιο μαχητικό κύμα είναι, αριθμητικά, εκπληκτικά μικρό. Ακολουθείται όμως από κάποιους παρατηρητές οι οποίοι ενώνονται με το πρωτεύον κύμα, αν η εξέγερση φανεί να έχει πιθανότητες επιτυχίας. Μόνο αφότου τη εξέγερση συγκεντρώσει και άλλες πιθανότητες επιτυχίας, την ακολουθούν σε διάφορους βαθμούς και τα πολιτικώς λιγότερο ανεπτυγμένα κύματα. Ακόμη και όταν η εξέγερση έχει επιτύχει, απαιτείται χρόνος ώστε η πραγματική πλειοψηφία του πληθυσμού να συμμετάσχει πλήρως στην επαναστατική διαδικασία, συνήθως ως πλήθος σε διαδηλώσεις και πιο σπάνια ως συμμετέχοντες στους επαναστατικούς θεσμούς.
Στην Αγγλική Επανάσταση της δεκαετίας του 1640 για παράδειγμα, ήταν κυρίως ο στρατός των Πουριτανών που έθεσε τα πιο δημοκρατικά αιτήματα, με την υποστήριξη των Levellers (Ισοπεδωτών), οι οποίοι συνιστούσαν ένα πολύ μικρό κλάσμα του πληθυσμού των πολιτών. Η Αμερικανική Επανάσταση συγκέντρωνε τη διαβόητη υποστήριξη, αν και σε καμία περίπτωση την ενεργή υποστήριξη, μόλις του ενός τρίτου του αποικιακού πληθυσμού. Η μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, συγκέντρωσε την κύρια υποστήριξή της στο Παρίσι και κατάφερε να προχωρήσει με τους 48 τομείς του, η πλειονότητα των οποίων βασιζόταν σε συνελεύσεις με χαμηλή προσέλευση, εκτός από τις περιπτώσεις που υπό το βάρος βαρυσήμαντων αποφάσεων ξεσηκώνονταν οι πιο επαναστατικές γειτονιές.
Στην πραγματικότητα, αυτό που καθόρισε την έκβαση των περισσοτέρων επαναστάσεων, ήταν λιγότερο το πόση υποστήριξη έλαβαν τα πιο μαχητικά κομμάτια της, αλλά μάλλον ο βαθμός της αντίστασης που αντιμετώπισαν. Αυτό που έφερε τον Λουδοβίκο τον 16ο μαζί με την οικογένειά του από τις Βερσαλλίες πίσω στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1789, σίγουρα δεν ήταν όλες οι γυναίκες του Παρισιού – στην πραγματικότητα μόνο μερικές χιλιάδες συμμετείχαν στην περίφημη πορεία προς τις Βερσαλλίες – αλλά μάλλον η ανικανότητα του βασιλιά να κινητοποιήσει αρκετές και αξιόπιστες δυνάμεις για να τους αντισταθεί. Η Ρωσική Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στην Πετρούπολη – η οποία αποτελεί για πολλούς ιστορικούς «μοντέλο» αυθόρμητης μαζικής επανάστασης (με μία εξέγερση πολύ πιο σύνθετη απ’ ό,τι υποδεικνύουν οι περισσότερες διηγήσεις) – ήταν επιτυχημένη επειδή ούτε καν η προσωπική φρουρά του τσάρου ήταν έτοιμη να υπερασπιστεί τη μοναρχία, πόσο μάλλον οι πάλαι ποτέ αξιόπιστοι υποστηρικτές του δεσποτισμού, δηλαδή οι Κοζάκοι. Στην επαναστατημένη Βαρκελώνη του 1936, η αντίσταση στις δυνάμεις του Φράνκο ξεκίνησε από μόλις μερικές χιλιάδες αναρχοσυνδικαλιστές με τη βοήθεια της «Αστικής Φρουράς» (Guardia de Asalto), της οποίας η πειθαρχία, ο οπλισμός και η εκπαίδευση ήταν αναγκαίος παράγοντας για τον εντοπισμό και την τελική νίκη ενάντια στην εξέγερση του τακτικού στρατού.
Είναι τέτοιοι «αστερισμοί» δυνάμεων που εξηγούν πως οι επαναστάσεις επιτυγχάνουν στην πράξη. Δεν θριαμβεύουν επειδή «οι πάντες» ή ακόμα και η πλειονότητα του πληθυσμού, συμμετέχουν ενεργά στην ανατροπή ενός καταπιεστικού καθεστώτος, αλλά επειδή οι ένοπλες δυνάμεις της παλιάς τάξης πραγμάτων αλλά και γενικότερα ο πληθυσμός, δεν είναι πλέον διατεθειμένοι να την υπερασπιστούν απέναντι σε μία μαχητική και αποφασισμένη μειοψηφία.
Ούτε είναι πιθανό, όσο κι αν είναι επιθυμητό μετά από μία επιτυχημένη εξέγερση, η μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και των καταπιεσμένων, να συμμετέχει προσωπικά στην επαναστατική δραστηριότητα της κοινωνίας. Έπειτα από την επιτυχία μίας επανάστασης, η πλειονότητα των ανθρώπων τείνουν να αποσύρονται στις εστίες τους, όσο μικρές ή μεγάλες κι αν είναι αυτές, όπου τα προβλήματα της καθημερινής ζωής έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στις μάζες. Αυτές οι εστίες μπορεί να είναι οικιστικές ή βιομηχανικές γειτονιές σε μεγάλες πόλεις, ο περίγυρος χωριών και οικισμών ή ακόμη και διασκορπισμένοι χώροι κατοικίας και εργασίας σε μεγάλη απόσταση από αστικές περιοχές.
Με λίγα λόγια, δεν μπορώ να δω πως το μεγάλο μέγεθος των σύγχρονων πόλεων συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για τη δημιουργία ενός κινήματος συνελεύσεων γειτονιάς. Οι πόρτες των συνελεύσεων γειτονιάς πρέπει να είναι πάντα ανοιχτές για όποιον ζει στη γειτονιά. Άτομα λιγότερο συνειδητοποιημένα πολιτικά, μπορεί να επιλέξουν να μην παρακολουθούν τις εργασίες της συνέλευσης γειτονιάς στην οποία ανήκουν και δεν πρέπει να υποχρεωθούν να το κάνουν. Οι συνελεύσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, θα έχουν να αντιμετωπίσουν ήδη αρκετά προβλήματα πέρα από τους αδιάφορους παριστάμενους και τους περαστικούς. Αυτό που έχει σημασία είναι πως οι πόρτες των συνελεύσεων θα παραμένουν ανοικτές για όλους αυτούς που επιθυμούν να παρακολουθήσουν και να λάβουν μέρος, μιας και σε αυτό το χαρακτηριστικό εδράζεται η αυθεντική δημοκρατική φύση των συνελεύσεων γειτονιάς.
Μία άλλη κριτική που έχω ακούσει ενάντια στον ελευθεριακό δημοτισμό είναι πως ένας δυναμικός ομιλητής ή μία ομάδα, θα είναι ίσως σε θέση να χειραγωγήσουν το πλήθος, όπως για παράδειγμα τους πολίτες σε μία συνέλευση. Αυτή η χονδροειδέστατη κριτική θα μπορούσε να εκτοξευτεί ενάντια σε οποιονδήποτε δημοκρατικό θεσμό, είτε είναι μία μεγάλη συνέλευση, μία μικρή επιτροπή, ένα εξειδικευμένο συνέδριο ή συνάντηση, ακόμη και μία «ομάδα συγγένειας». Κατά την άποψή μου, μία τόσο ξεκάθαρη απόπειρα να καταφερθούν ενάντια σε κάθε προσπάθεια να δημιουργηθεί μία λαϊκή οργάνωση, μετά βίας αξίζει την όποια συζήτηση. Το μέγεθος της ομάδας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα εδώ – κάποιες από τις πιο βάναυσες τυραννίες εμφανίζονται σε πολύ μικρές ομάδες, όπου μία ή δύο επιβλητικές παρουσίες μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω σε όλους τους υπόλοιπους.
Αυτό που θα μπορούσαν να ρωτήσουν οι επικριτές – αλλά σπάνια το κάνουν – είναι το πως θα μπορέσουμε να αποτρέψουμε άτομα με μεγάλη πειθώ να επιχειρήσουν τη δημαγώγηση οποιασδήποτε λαϊκής συνέλευσης, ανεξαρτήτως μεγέθους. Κατά την άποψή μου, το μόνο εμπόδιο σε τέτοιες απόπειρες μπορεί να είναι η ύπαρξη ενός οργανωμένου σώματος επαναστατών – ναι, ακόμη και μίας φράξιας – η οποία θα είναι αφοσιωμένη στην αναζήτηση της αλήθειας, στην εφαρμογή του ορθού λόγου και στην προώθηση της ηθικής της δημόσιας υπευθυνότητας. Μία τέτοια ομάδα ή οργάνωση θα χρειαστεί, κατά την άποψή μου, όχι μόνο πριν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης αλλά και μετά, όταν το δομικό πρόβλημα της δημιουργίας σταθερών, παιδευτικών και με διάρκεια δημοκρατικών θεσμών θα είναι στην ημερήσια διάταξη.
Μία τέτοια οργάνωση θα χρειαστεί ειδικά κατά την περίοδο της κοινωνικής αναδόμησης, όταν θα πραγματοποιούνται οι προσπάθειες να γίνει ο ελευθεριακός δημοτισμός πράξη. Δεν μπορούμε να προσδοκούμε πως απλά και μόνο επειδή προτείνουμε την εδραίωση συνελεύσεων γειτονιάς, θα είμαστε πάντα – ή έστω και συχνά – η πλειοψηφία σε αυτούς τους θεσμούς, στη δημιουργία των οποίων παίξαμε τόσο καθοριστικό ρόλο. Είναι γεγονός πως πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι να γίνουμε η μειοψηφία, μέχρι που οι συγκυρίες και οι κοινωνικές συνθήκες θα καταστήσουν τα μηνύματά μας στη ευρύτητά τους αποδεκτά από τις πλειοψηφίες των συνελεύσεων.
[*] Πρόκειται για απόσπασμα από το άρθρο του με τίτλο Η επαναστατική πολιτική του ελευθεριακού δημοτισμού, το οποίο δεν υπάρχει μεταφρασμένο στα ελληνικά.
http://dimotismos.gr/2011/01/10/%CE%B7-%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CF%83%CF%84%CE%B7-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%8D%CF%83/